Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Αστοχίες στην περιφερειακή αποκέντρωση της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα


ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Στην επίκεντρο της δημοσιότητας, συνοδευόμενη από διαβουλεύσεις και κινητοποιήσεις βρίσκεται αυτή την περίοδο το Σχέδιο Αθηνά για την αναδιάρθρωση της Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως (ΑΕΙ και ΤΕΙ) που πρότεινε το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Σκοπός του άρθρου είναι να παραθέσει μια σειρά από απόψεις οι οποίες θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν στις σχετικές με το ζήτημα διαβουλεύσεις με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι όροι του εποικοδομητικού, νηφάλιου, ψύχραιμου, αντικειμενικού και ανιδιοτελούς διαλόγου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια βέλτιστη (optimum) λύση η οποία να είναι αμοιβαία ωφέλιμη για όλους και θα περιέχει πραγματικό αναπτυξιακό χαρακτήρα με προοπτικές αντιμετώπισης των αρρυθμιών, των ατελειών και των αδυναμιών του ανολοκλήρωτου και ατελέσφορου περιφερειακού εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Ο περιορισμένος χώρος που εκτείνεται το άρθρο δεν επιτρέπει τη σφαιρική προσέγγιση του θέματος. Επικεντρώνεται κυρίως σε μια διάσταση του ζητήματος η οποία αφορά στον κακό σχεδιασμό και στην κακή υλοποίηση της αποκέντρωσης της Ανωτάτης Εκπαίδευσης της χώρας.

Η ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη όπου συγκεντρώνεται η πλειονότητα του πληθυσμού της Ελλάδας αλλά και η κάθε είδους κυρίαρχη, πρωταγωνιστική και ελιτίστικη πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική, επιστημονικοτεχνολογική, ευρωπαϊκή, διεθνής κ.λπ. δραστηριότητα, δημιουργήθηκαν έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1960 τα μοναδικά πανεπιστήμια της χώρας. Η πολιτική επέκτασης της ανώτατης εκπαίδευσης θα ξεκινήσει στη δεκαετία του ’60 με την ίδρυση των πρώτων πανεπι¬στημίων σε πόλεις της “περιφέρειας”. Σε μια πρώτη φάση [δεκαετία ‘60] τα πανεπιστήμια ιδρύονται και εγκαθίστανται σε σημαντικές πόλεις της χώρας από όπου παίρνουν και το όνομά τους: Πανεπιστήμιο Πάτρας [Πάτρα] και Πανεπι¬στήμιο Ιωαννίνων [Ιωάννινα]. Από τη δεκαετία του ‘70 και έπειτα ξεκινά μια νέα φάση αποκέντρωσης, όπου υποστηρί¬ζεται η διασπορά της ακαδημαϊκής λειτουργίας σε διάφορες πόλεις των περιφερειών. Τα νέα πανεπιστήμια λαμβάνουν τώρα το όνομα της περιφέρειας στην οποία ανήκουν και όχι της πόλης όπου λειτουργούν. Για παράδειγμα Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη], Πανεπιστήμιο Αιγαίου [Μυτιλήνη, Χίος, Καρλόβασι / Βαθύ, Ρόδος], κ.λπ. Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μέχρι και το 2003 με την ίδρυση των Περιφερειακών Πανεπιστημίων Πελοποννήσου, Δυτικής Μακεδονίας και Στερεάς Ελλάδας. 


Τα υφιστάμενα περιφερειακά πανεπιστήμια αναπτύσσονται με την απόκτηση καινούργιων τμημάτων και σχολών κυρίως σε «ακτινοειδή μορφή» με τη διασπορά σε όλες τις περιφερειακές ενότητες μιας περιφέρειας. Η ίδρυση των περιφερειακών πανεπιστημίων θεωρητικά στηρίχθηκε στη λογική της Ισόρροπης Περιφερειακής Ανάπτυξης και της άρσης των Χωρικών Ασυμμετριών της επικράτειας σε συνδυασμό με την εξυπηρέτηση εθνικών σκοπών και την ενίσχυση των μεθοριακών περιοχών (λ.χ. Πανεπιστήμια της Βορείου Ελλάδας). Άλλες διαστάσεις του ζητήματος (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές, αναπτυξιακές, κ.λπ.), είναι: 1. Συμβατότητα της ίδρυσης ΑΕΙ με τον Εθνικό Χωροταξικό Σχεδιασμό (ίδρυση σε πόλεις που επιτελούν αναπτυξιακό ρόλο ως πόλοι και κόμβοι ανάπτυξης) 2. Διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας 3. Αύξηση του αριθμού εισακτέων στα πανεπιστήμια και η αποσυμφόρηση των κεντρικών πανεπιστημίων 4. Αποτροπή διόγκωσης της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας 5. Ενίσχυση μεσαίων ή μικρών πόλεων με περιορισμένη υποδομή 6. Ικανοποίηση ιστορικών / παραδοσιακών λόγων 7. Πολιτισμική αναβάθμιση συ¬γκεκριμένων περιφερειών / περιοχών με αναβάθμιση της ποιότητας του ανθρώπινου και του κοινωνικού κεφαλαίου των χωρικών ενοτήτων 8. Αποκατάσταση της δίκαιης κατανομής και καθιέρωση ίσων ευκαιριών 9. Ικανοποίηση των αναγκών της «αγοράς εργασίας», αύξηση της «ενεργούς ζήτησης» και της «κατανάλωσης» στις πόλεις και στην περιφέρεια (αύξηση τοπικού/περιφερειακού ΑΕΠ) 10. Άρση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και των διαπεριφερειακών ασυμμετριών με εξουδετέρωση του δυϊσμού και της κοινωνικής πόλωσης.

Από δικές μας εκτιμήσεις «οικονομίστικης όχι κοινωνικο-πολιτισμικής προσέγγισης», η επίδραση της ίδρυσης και της λειτουργίας ενός Περιφερειακού Πανεπιστημίου δικτυωμένου σε όλες τις Περιφερειακές Ενότητες μιας Περιφέρειας, μπορεί να επιφέρει τα ακόλουθα θετικά αποτελέσματα στη χωρική οικονομία: Τοπικό ΑΕΠ 3%, ΑΕΠ Περιφερειακής Ενότητας 10,2%, Περιφερειακό ΑΕΠ 5,7%, Πολλαπλασιαστής Απασχόλησης 2,8, Πολλαπλασιαστής Εισοδήματος 3,1.

Μέχρι σήμερα δε γνωρίζουμε αν έχουν επιχειρηθεί έρευνες για να εκτιμηθούν οι θετικές επιδράσεις των Περιφερειακών Πανεπιστημίων στο «ανθρώπινο και στο κοινωνικό κεφάλαιο» μιας χωρικής ενότητας. Από μια δική μας προσέγγιση διαπιστώνεται ότι «το μέσο επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου της πανεπιστημιακής κοινότητας είναι 1,34 φορές μεγαλύτερο του μέσου επιπέδου μιας περιφέρειας και 1,26 φορές μεγαλύτερο του μέσου επίπεδου της χώρας». Κατάσταση που επιβεβαιώνει τη συνολική αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μιας περιοχής από τη λειτουργία ενός Περιφερειακού ΑΕΙ ή ΤΕΙ.

ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ: Μια περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, οδηγεί σε μια ακόμη δέσμη πορισμάτων τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Πρώτον, πολλά περιφερειακά πανεπιστήμια ιδρύθηκαν από πολιτική σκοπιμότητα και πιέσεις από τοπικούς φορείς και ομάδες συμφερόντων. Η ίδρυση ήταν απόρροια, και στη συνέχεια τροφοδότης, των τοπικιστικών πιέσεων για διεκδίκηση τμημάτων του πανεπιστημίου από όλες σχεδόν τις πόλεις σε κάθε μια από τις περιφέρειες. «Κάθε πόλη και ΑΕΙ, κάθε χωριό και ΤΕΙ» είναι μια ακραία έκφραση που περιγράφει σημειολογικά το φαινόμενο, πλην όμως, με σημαντική δόση αληθείας. Δεύτερον, παρατηρήθηκε γοργός ρυθμός δημιουργίας νέων Πανεπιστημίων και νέων Τμημάτων ανά την Ελλάδα. Η ίδρυση γινόταν με ερασιτεχνισμό, εμπειρικά και ευκαιριακά «στο πόδι» χωρίς υποδομή, χωρίς χωροθετικό σχεδιασμό, χωρίς αναλύσεις κόστους – οφέλους, χωρίς προσεγγίσεις εισροών – εκροών, χωρίς μελέτες εφικτότητας/σκοπιμότητας, χωρίς αναλύσεις επιχειρησιακού σχεδιασμού, προγραμματισμού και περιφερειακής ανάπτυξης. Η δημιουργία διάσπαρτων Τμημάτων και Σχολών αποτελούσε αναγκαίο συμβιβασμό ικανοποίησης πάσης φύσεως συμφερόντων (κατά κανόνα ιδιοτελών και προκρούστειων). Τρίτον, η ίδρυση των περιφερειακών πανεπιστημίων αντιμετωπίστηκε εμπειρικά με στενά «οικονομίστικα και σπεκουλαδόρικα» κριτήρια ενίσχυσης της τοπικής καταναλωτικής οικονομίας (μισθώσεις, ψυχαγωγία, διατροφή φοιτητών και επισκεπτών, θέσεις εργασίας για διδακτικό και διοικητικό προσωπικό, δαπάνες για προμήθειες εξοπλισμού, δαπάνες για τεχνικά έργα, κ.λπ.) για την αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης στις πόλεις. 


Σε μερικές περιπτώσεις το κίνητρο ήταν η «τεχνητή και η εικονική βελτίωση της φυσιογνωμίας και του γοήτρου της περιοχής» στο πλαίσιο μιας τοπικιστικής ματαιοδοξίας που περιορίζονταν στην ιδέα «της πόλης που φιλοξενεί Πανεπιστήμιο» και όχι «της Πανεπιστημιακής πόλης». Δηλαδή μιας «Μαθαίνουσας και Ευφυούς Πόλης» με αναβαθμισμένο κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο (κοινωνικό φαινόμενο που αποκαλούμε kitsch hillbilly-ισμό και κοινωνικό μανταμ-σουσουδισμό). Μιας πόλης της Παιδείας, της Κουλτούρας, του Πνεύματος, της Γνώσης, του Πολιτισμού, της Αισθητικής, της Ποιότητας του δομημένου περιβάλλοντος, της Σύγχρονης Επιχειρηματικότητας, της Επιστήμης και της Τεχνολογίας.

Τέταρτον, Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που αποκαλύπτει τη στενή οικονομίστικη και σπεκουλαδόρικη αντίληψη της φιλοξενίας περιφερειακών πανεπιστημίων στις πόλεις, το γεγονός ότι όταν εισήχθη το μέτρο της βάσης του 10 στις εισαγωγικές εξετάσεις, τοπικοί παράγοντες και πολιτικοί δε δίσταζαν να κατηγορούν μια υπουργό και μια κυβέρνηση που έλαβε ένα λογικό και αυτονόητο μέτρο, που δεν αποσκοπούσε σε τίποτα άλλο από το να διασώσει την αξιοπρέπεια της ακαδημαϊκής διαδικασίας και την αντίληψη για την ανωτάτη εκπαίδευση.

Πέμπτον, Λίγα είναι τα Περιφερειακά Πανεπιστήμια που έχουν από συστάσεως χωροθετεί στο πλαίσιο σοβαρού Σχεδιασμού των Πόλεων με τους μορφότυπους «των Πανεπιστημιουπόλεων», «του Αυτόνομου Ακαδημαϊκού Χωριού», «της Αυτόνομης Πανεπιστημιακής Ζώνης», «των Πανεπιστημιακών Συμπλεγμάτων» και του «Πανεπιστημιακού Campus» που να διαθέτουν δικό τους Ρυθμιστικό Σχέδιο και Master Plan. Σχηματικά επί του θέματος υπάρχουν τρία ρεύματα σκέψης, μοντέλων και εφαρμογών. 


Το πρώτο μοντέλο αναφέρεται στη δημιουργία πανεπιστημίων που εντάσσονται μέσα στον αστικό ιστό δυναμικών –κατά το πλείστον- πόλεων. 
Το δεύτερο αφορά στη δημιουργία συμπλεγμάτων πανεπιστημιακών υποδομών που χωροθετούνται πλησίον μικρών «δορυφορικών» πόλεων. 
 Το τρίτο μοντέλο είναι μια νέα υβριδική μορφή που τείνει να γεφυρώσει την απόσταση των δύο αρχικών μοντέλων με τη δημιουργία πανεπιστημιουπόλεων στις περιφέρειες μεγάλων πόλεων. Μια «σύγχρονη ιδιαιτερότητα» που σχετίζεται με τη «μεταμοντέρνα και μεταβιομηχανική εποχή της έκρηξης της Επιστήμης και της Τεχνολογίας» είναι η δημιουργία πανεπιστημιακών campus με πόλους (ή ζώνες) καινοτομίας, επιστημονικά πάρκα, επιχειρηματικές συστάδες (clusters) και τεχνοπόλεις. Με άλλα λόγια «αυτόνομες πόλεις αφιερωμένες στην επιστήμη και στην τεχνολογία». Για παράδειγμα: 1.οι «τεχνοπόλεις» (Ηightech campus), με έμφαση στον τεχνικό χαρακτήρα της λειτουργίας τους και ιδιαίτερα στις τεχνολογικά ανεπτυγμένες εφαρμογές και στην καινοτομία 2. Οι «πράσινες» πανεπιστημιουπόλεις (Greenfield campus), με έμφαση στην ανάπτυξη εφαρμογών οικολογικού περιεχομένου στην ίδια την δομή και λειτουργία του πανεπιστημίου.

Έκτον, πολλά περιφερειακά πανεπιστήμια είναι «μικρά αντίγραφα» των Κεντρικών Πανεπιστημίων με περιορισμένα δείγματα πρωτοτυπίας. Η επιλογή των γνωστικών κατευθύνσεων γίνεται με άξονα πιο πολύ την ικανοποίηση της ζήτησης σε επίπεδο χώρας και την ανάγκη αποσυμφόρησης των “κεντρικών” Αθήνας, Θεσσαλονίκης και πολύ λιγότερο, με άξονα την ικανοποίηση των τοπικών και πε¬ριφερειακών ιδιαιτεροτήτων και αναγκών και την αντι¬στοίχιση με τη δυναμικότητα των πόλεών τους. Έβδομον, η κυριαρχούσα αντίληψη για το ρόλο των πανεπιστημίων (κεντρικών και περιφερειακών) από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, είναι η παλαιά προσέγγιση της προσφοράς δωρε¬άν εκπαίδευσης σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της χώρας. Θεωρείται εσφαλμένα ότι καθήκον των ελληνικών πανεπιστημίων είναι να αποτελούν αποκλειστικά «χώρο παροχής εκπαίδευσης» και υποτιμάται ο “ερευνητικός”, ο “επιχειρηματικός” και ο “κοινωνικός ρόλος” τους. Δε συνεκτιμώνται οι διαστάσεις της Δικτύωσης των Πανεπιστημίων με τομείς έρευνας και παραγωγής και η ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας των ακαδημαϊκών κοινοτήτων με φορείς που δρουν σε τοπικό επίπεδο, ή με τα μέλη της εξω-ακαδημαϊκής κοινωνίας. Όγδοον, πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις που στα Πολεοδομικά Σχέδια και στα Σχέδια Περιφερειακής Χωροταξίας προκαθορίζεται ο Σχεδιασμός των Περιφερειακών Πανεπιστημίων με κάποιο από τους μορφότυπους που προαναφέρθηκαν. Ένατον, παρατηρείται γενικότερα ένα έλλειμμα κρατικής, περιφερειακής και τοπικής πολιτικής για την αξιοποίηση των Πανεπιστημίων. Σπάνια τα Πανεπιστήμια εντάχθηκαν σε μοντέλα και πρότυπα Εθνικής, Περιφερειακής και Τοπικής Αναπτυξιακής Πολιτικής προσαρμοσμένα στις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες σε συνάρτηση με το χώρο υποδοχής (πόλεις, περιφέρεια).

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ: Male parta male dilabuntur (άσχημα χάνεται ότι άσχημα αποκτάται, Κικέρων)

Κωνσταντίνος Γαλιώτος Πολ.Μηχ. Ε.Μ.Π., M.Sc. Περιφερειακή Πολιτική U.K.

Πηγή : messiniaportal