Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Αξιοσημείωτη η παρέμβαση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας για τα ''επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης & το λόγο των Πατέρων της Εκκλησίας''


«ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήμα-τος εἶναι ἀποκλειστικά καί μόνο ἡ ἐπανάληψη ἑνός νέου ἀγώνα κατανόησης καί ἀνάδειξης τῶν στοιχείων καί τῶν κριτηρίων ἐκείνων, τῆς θεολογικῆς σκέψης τῶν Πατέρων, μέσα ἀπό τά ὁποῖα θά ἀναδειχθεῖ ἡ ὑπαρξιακή σημασία καί ἡ ἐπικαιρότητα τῆς σκέψης τους, σέ θέματα πού παραπέμπουν σέ ζητήματα ζωῆς, θανάτου, ὑπάρξεως καί ἀνυπαρξίας...»Με αυτή την χαρακτηριστική αναφορά έκλεισε την πολύ σημαντική του παρέμβαση - ομιλία του στην αίθουσα του Κεντρικού Κτηρίου του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος. To παρών στην ξεχωριστή εκδήλωση μεταξύ άλλων έδωσαν ο Γ.Γ. Ενημέρωσης Ι. Παναγιωτόπουλος, ο βουλευτής Μεσσηνίας Γ. Λαμπρόπουλος, ο Πρόεδρος της ΠΕΔ Πελ/σου Π. Νίκας, ο Πρόεδρος του Μανιατακείου Ιδρύματος Δ. Μανιατάκης
Ο Ποιμενάρχης του νομού ήταν ο βασικός ομιλητής στην επίσημη εκδήλωση εορτασμού της ημέρας των Τριών Ιεραρχών και της Ελληνικής Παιδείας και αναφέρθηκε με εξαιρετική πληρότητα και τεκμηρίωση, στο θέμα ''οι σύγχρονες προκλήσεις της επιστήμης και τον θεολογικό λόγο των πατέρων''.
Αναλυτικά παρατίθεται ολόκληρη η ομιλία του Σεβασμιοτάτου:

«Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, Κύριε ἐκπρόσωπε τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, Κύριε Πρύτανη, Κύριοι Συγκλητικοί, Κύριοι Καθηγητές, Ἀγαπητοί φοιτητές καί φοιτήτριες, Κυρίες καί Κύριοι,
1. Ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας τούς ἱερούς προστάτες τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καί τούς Διδασκά-λους τῆς Ἐκκλησίας Βασίλειον τόν Μέγαν, Γρηγόριον τόν Θεολόγον καί Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον. Ὁ κοινός ἑορτασμός τῶν τριῶν αὐτῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν, Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί Διδασκάλων τῆς Θεολογίας, ὁ ὁποῖος ἀνάγεται στόν 11ο αἰῶνα μέ τή σχετική πρωτοβουλία τοῦ ἐπισκόπου Εὐχαΐτων Ἰωάννη τοῦ Μαυρόποδος, παρέχει στά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα τῆς χώρας μας, ὅλων τῶν βαθμίδων, τήν εὐκαιρία καί τό χρέος νά μνησθοῦν τῶν τριῶν αὐτῶν Μεγάλων Διδασκάλων μέ εὐγνωμοσύνη γιά τή προσφορά τους στήν ἀνθρωπότητα καί μάλιστα στήν ἀνάπτυξη τῆς θεολογικῆς σκέψης καί παιδείας. Συγχρόνως ὅμως, ὁ παρών ἑορτασμός καλεῖ ὅλους μας κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, ὅσοι μετέχουμε τῆς ἑλληνικῆς γενικότερα, ἀλλά καί τῆς θεολογικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς παιδείας εἰδικότερα, νά συνδέσουμε τήν ἱστορική αὐτή ἀναδρομή ὄχι μόνο μέ τίς ἐνθυμήσεις τοῦ παρελθόντος ἤ τήν ἐπικαιρότητα τοῦ παρόντος, ἀλλά καί μέ τήν προοπτική τοῦ μέλλοντος, ἀναδεικνύοντας μέ τόν τρόπον αὐτόν τῆς ἀποδοχῆς καί τῆς ἀναγνώρισης, τούς "τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος", Διδασκάλους καί πνευματικούς ταγούς διαχρονικούς, γιατί σέ τίποτε δέν θά ὠφελοῦσε ὁ ἑορτασμός αὐτός ἐάν δέν εἶχε νά ἐκπέμψει οὐσιαστικά μηνύματα σέ κάθε ἐποχή, ἀφοῦ οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ὑπῆρξαν καί εἶναι "οἰκουμενικοί" ὄχι μόνο γεωγραφικά ἀλλά κυρίως διαχρονικά.
Ἡ διαχρονική αὐτή σημασία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν συνδέεται κατ' ἐξοχήν μέ τήν ἴδια τήν ἱστορία καί τόν πολιτισμό καί κανείς νομίζω δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τό γεγονός ὅτι οἱ Μεγάλοι αὐτοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔθεσαν ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα τους στήν διαλεκτική αὐτή σχέση τῆς θεολογικῆς σκέψης καί προβληματικῆς μέ τό πολιτιστικό γεγονός τῆς ἐποχῆς τους καί μέ τήν ἐπίλυση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους. Συγχρόνως ὅμως δέν μποροῦμε νά παραθεωρή¬σουμε ὅτι τά κριτήρια, οἱ ἀρχές καί οἱ ὅροι τῆς θεολογικῆς τους προβληματικῆς ἔχουν ἐπηρεάσει τή μορφή καί τήν πολιτιστική ἐξέλιξη, ἐνῶ ἡ θεολογική προσφορά τους παραμένει μία πυξίδα, ἡ ὁποία παρέχει καί τήν ἐλπίδα, ἔστω καί ἄν σήμερα ἡ ἀποδοχή τῆς θεολογικῆς τους σκέψης καί προβληματικῆς διέρχεται μία ἱστορική καμπή κρίσης ἤ καί ἀμφισβήτησης. Ἐρωτήματα τοῦ τύπου, ἐάν ἤ κατά πόσον ὁ σύγχρονος λόγος τῆς θεολογίας ἐξακολουθεῖ νά σφραγίζεται ἤ νά νοηματοδοτεῖται ἀπό τόν λόγον τῶν Πατέρων ἤ μέ ποιό τρόπο εἶναι δυνατόν νά συνεχιστεῖ σήμερα ἡ διαλεκτική μεταξύ τῆς πατερικῆς θεολογικῆς σκέψης, τῆς πολιτισμικῆς ἀνάπτυξης καί τῆς ἐπιστημονικῆς σκέψης, ἤ τέλος, πῶς συνδέονται ὅλα αὐτά, στά πλαίσια μάλιστα ἑνός συνεχῶς διαμορφούμενου καί ἐξέλισσόμενου πολιτισμοῦ; Δέν εἶναι μόνο ἐρωτήματα ἐπίκαιρα ἀλλά καί ζωτικά γιά τό μέλλον καί τήν παρουσία, τήν συμβολή τῆς σκέψης τῶν Πατέρων καί τῆς θεολογίας τους στήν σύγχρονη πραγματικότητα.
Μέ τά ἐρωτήματα αὐτά ὅμως ἀναζητοῦμε ἐπίσης νά προσδιορίσουμε ὄχι ἁπλᾶ τήν ἐπικαιρότητα τοῦ πατερικοῦ λόγου ἀλλά καί τήν οὐσιαστική σημασία καί συμβολή του στή διαμόρφωση τοῦ νέου πολιτισμικοῦ μοντέλου, ἀφοῦ οἱ ραγδαῖες πολιτιστικές μεταβολές τῆς ἐποχῆς μας τείνουν νά ὁδηγήσουν τούς λαούς σέ μία ἑνοποίηση, ἡ ὁποία εἴτε ἐπιτρέπει, εἴτε ἐπιβάλλει τήν διακοινωνία, τήν ἀλληλοπεριχώριση καί τήν πολιτισμική ὤσμωση μέ ἐνδεχόμενο ἴσως ἀποτέλεσμα, τήν ἀποδυνάμωση ἤ τήν ἐξάλειψη τῶν παραδοσιακῶν ἰδιαιτεροτήτων καί τῶν γνωρισμάτων κάθε πολιτισμοῦ.
Ἔτσι, ὄχι μόνο ἡ ἑνοποιημένη Εὐρώπη ἀλλά καί ὁ εὐρύτε-ρος χῶρος τῆς "οἰκουμένης", μέ τίς ἀκατάσχετες τάσεις πρός παγκοσμιο-ποίηση, τήν ὁποία καθιστᾶ πλέον ἀνεξέλεγκτη ἡ ἀνάπτυξη καί ἡ πρόοδος τῆς τεχνολογίας, δέν μπορεῖ παρά νά θέτουν ἐπί τάπητος τά παραπάνω ἐρωτήματα καί τά ὁποῖα καθιστοῦν ἐμφανές τό χρέος τοῦ βήματος αὐτοῦ, μέ σκοπό νά τιμήσει σήμερα τούς τρεῖς Μεγάλους Οἰκουμενικούς Διδασκάλους, ὄχι μέ λόγους κενούς ἀλλά μέ διάθεση μαθητείας.
Τί ἔχουν προσφέρει οἱ Διδάσκαλοι αὐτοί στόν πολιτισμό τῆς ἐποχῆς τους καί τί μποροῦν νά προσφέρουν ἀκόμη καί σήμερα; Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό ἐπιβάλλει μία σύντομη ἱστορική ἀναδρομή στήν διαλεκτική σχέση τῶν Πατέρων μέ τόν πολιτισμό τῆς ἐποχῆς τους ἀλλά καί μία ἐπισήμανση τῶν κριτηρίων ἐκείνων, μέσα ἀπό τά ὁποῖα θά πρέπει νά διαμορφωθεῖ καί νά καθοριστεῖ ἡ διαλεκτική τῆς σκέψης τῶν Πατέρων μέ τά σύγχρονα ζητήματα τῆς ἐπιστημονικῆς σκέψης καί τή διαμόρφωση ἑνός νέου πολιτιστικοῦ μοντέλου.
2. Ἡ χρήση καί ἡ κατανόηση τοῦ πατερικοῦ λόγου περνάει σήμερα μία ἱστορική καμπή. Ἀπό τό ἕνα μέρος παρουσιάζει τίς τελευταῖες δεκαετίες μία ἐνθουσιώδη ἀποδοχή καί ἀπό τό ἄλλο ἀντιμετωπίζει ἀρκετά προβλήματα κυρίως ὡς πρός τήν κατανόηση τῆς ἐπικαιρότητάς τους.
Καί οἱ δύο αὐτές τάσεις ὅμως φαίνεται ὅτι κινοῦνται σέ λάθος προοπτική, γιατί ἡ μέν πρώτη, ἐξαιτίας τοῦ ἐνθουσιασμοῦ καί τοῦ προο¬δευτισμοῦ, ὁδηγεῖ σέ μία θεολογική σύγχυση πού δυσκολεύει τόν καθο¬ρι¬σμό καί τόν προσδιορισμό σαφῶν θεολογικῶν κριτηρίων, ἡ δέ δεύτερη, ὑπό τή σημαία ἑνός συντηρητισμοῦ, ὁδηγεῖται σέ υἱοθέτηση παραγώγων δυτικῆς θρησκευτικότητας (εὐσεβισμοῦ-ἀτομισμοῦ-δικανισμοῦ-ἀκτιβισμοῦ), τά ὁ¬ποῖα ἐπιστηρίζουν μέ τήν παράθεση πατερικῶν ἀναφορῶν καί χωρίων, ἐνῶ καταβάλλει προσπάθεια νά ἐπιβεβαιώσει τήν παραδοσιακότητα τῶν ἀπό¬ψεών της στηριζόμενη σέ μία ἀνώφελη ἀντιπαράθεση καί θεολογική πολε¬μική.
Τό ἀποτέλεσμα καί τῶν δύο αὐτῶν τάσεων κατανόησης καί ἀποδοχῆς τοῦ πατερικοῦ λόγου εἶναι ἡ δημιουργία ἑνός κλίματος "θεολογι¬κοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ", ὅπου οἱ ἔννοιες «αἵρεση-αἱρετικός», «σχίσμα» καί «ἀποτείχιση», νά ἀποτελοῦν τό καθημερινό περιεχόμενο τόσο τοῦ θεολογικοῦ, ὅσο καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λεξιλογίου.
Μία τέτοιου εἴδους ὅμως χρήση, παράχρηση ἤ καί κατάχρηση τοῦ πατερικοῦ λόγου καί κυρίως τῆς πατερικῆς σκέψης καί προβληματικῆς, εἶναι προφανές ὅτι δημιουργεῖ μία ἐσωτερική πολεμική καί σύγχυση, ἀπό τήν ὁποία τίποτε τό θετικό δέν προκύπτει, ἐνῶ ἡ διαλεκτική θά μποροῦσε νά συμβάλλει ἐποικοδομητικά, ὅσον εἶναι ἀναγκαία, καί προσβλέποντας πάντοτε "εἰς οἰκοδομήν καί οὐκ εἰς καθαίρεσιν" (Β΄ Κορ. 13,10). Μία τοιούτου εἴδους κριτική, ὅμως, μέ ἐπιδιωκόμενο σκοπό τήν οἰκοδομή ἀπαιτεῖ νά διακριβώσουμε πρωτίστως τά κριτήρια καί τούς ὅρους ἐκείνους τοῦ λόγου τῶν Πατέρων, μέ τούς ὁποίους οἱ ἴδιοι οἱ Πατέρες εὑρίσκοντο σέ ἕναν διαρκῆ καί σοβαρό διάλογο μέ τήν ἐποχή τους καί τά προβλήματά της. Οἱ Πατέρες γνώριζαν ὅλα τά φιλοσοφικά ρεύματα τῶν χρόνων τους καί κατόρθωναν μέ μία δημιουργικότητα νά τά μεταμορφώσουν σέ πολιτισμό. Οἱ Πατέρες κινήθηκαν στό ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν καί τῶν πολιτιστικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς τους, τόλμησαν καί διαλέχθηκαν μέ αὐτά καί συνέβαλαν μέ τόν τρόπο αὐτό μεταμορφωτικά στήν διαμόρφωση ἑνός ἄλλου πολιτισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὅ,τι γιά τόν κόσμο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἡ ὕστερη ἑλληνική φιλοσοφία, μέ τίς ἀντίστοιχες ὑπαρξιακές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο, τόν κόσμο, τό περιβάλλον καί τήν ἱστορία, εἶναι καί ὁ ἀντίστοιχος σύγχρονος πολιτισμός τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν ὁποῖον πρέπει νά διαλεχθεῖ ἡ σύγχρονη θεολογική σκέψη, ὥστε νά τόν μεταμορφώσει. Ὁ καλπάζων τεχνικός πολιτισμός τῆς ἐποχῆς μας, οἱ κατακτήσεις τῆς τεχνολογίας καί οἱ πρόοδοι τῆς ἐπιστήμης, ἀποτελοῦν τά σημεῖα ἐκεῖνα στά ὁποῖα καλεῖται ἡ σύγχρονη θεολογική σκέψη καί προβληματική τῆς ἐποχῆς μας νά ἐγκύψει στηριζόμενη στή σκέψη καί τόν λόγο τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων, ὥστε νά περισώσει τό πρόσωπο καί τήν ἐλευθερία του, τήν οἰκολογική δημιουργία, τό περιβάλλον, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί τήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
Ὁ σύγχρονος λόγος τῆς θεολογίας ἔχει δυνάμεις πού μποροῦν νά διαλεχθοῦν δημιουργικά καί νά ἀνταποκριθοῦν θετικά σ' αὐτή τήν πρόκληση τῆς ἐποχῆς μας καί τῆς ἱστορίας, σέ τούτη τή δύσκολη καί κρίσιμη ἐποχή, ὅπως καί οἱ Πατέρες διαλέγονταν μέ τόν τότε κόσμο τῆς ἐποχῆς τους. Χρέος λοιπόν ὅλων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν τήν ἀναγνώρισή τους ὡς «πα¬τε¬ρικῶν» στήν ἐποχή μας, γιά νά ἀποδειχθοῦν ὡς τέτοιοι, πρέπει νά ἐφαρμόσουν αὐτό τό ὁποῖον, τόσο ὡς πρός τή μέθοδο ὅσο καί ὡς πρός τόν σκοπό, μᾶς ὑποδει¬κνύουν οἱ Τρεῖς Μεγάλοι Διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης, δηλαδή τήν διαλε¬κτι¬κή μέ τόν ἑκάστοτε πολιτισμό τῆς ἐποχῆς μας, καί τή θετική συμβολή μας στήν ἐπίλυση τῶν διαφόρων ὑπαρξιακῶν προβλημάτων, μέ σκοπό τήν ἐπανανοηματο¬δό¬τη¬ση τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξής μας.
Γιατί ὅμως ἐνῶ ἔχουμε ὅλον αὐτόν τόν θησαυρόν τῶν Πατέρων δέν εὐδοκιμεῖ ἡ διαλεκτική αὐτή στήν ἐποχή μας; Ὁ λόγος εἶναι μόνο θέμα σύγχυσης ἤ παραπλάνησης ; Υἱοθέτηση μιᾶς παρελθοντολογίας ἐν ὀνόματι μιᾶς παραδοσιαρχίας; Ἀπόρριψη μιᾶς διαλεκτικῆς μέ τά σύγχρονα προβλήματα τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης καί τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης; Ἤ τέλος, φοβικό σύνδρομο ὡς πρός τήν ἀποδοχή καί τήν χρήση νέων ὅρων καί ἐκφράσεων, μέ τίς ὁποῖες θά μποροῦσε ὁ σύγχρονος θεολόγος νά καταστεῖ κατανοητός στό σύγχρονο περιβάλλον του ;
Ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα ἀποτελοῦν ὄντως ἐρωτηματικές διαπιστώσεις μιᾶς λανθασμένης χρήσης τῆς πατερικῆς σκέψης καί τοῦ λόγου τῆς θεολογίας, συγχρόνως ὅμως ὑποδεικνύουν καί κάποιες, θά τολμοῦσα νά τίς χαρακτηρίσω, «αἱρετικές» ἀφετηρίες, γιατί ποτέ δέν τίς υἱοθέτησαν οἱ Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας.
Ἄς προσεγγίσουμε ὅμως κάποιες ἀπό τίς συνέπειες αὐτῶν τῶν πεπλανημένων ἀρχῶν, προκειμένου νά διαζωγραφήσουμε τόν ὅλον προβληματισμό μας.
α) Οἱ Πατέρες, ὡς θεολόγοι, ποτέ δέν ἀπεδέχθησαν τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ὡς μία ἀντικειμενική ἔννοια, ἡ ὁποία κατακτᾶται μέσω τῆς ἐρευνητικῆς συλλογιστικῆς καί ἡ ὁποία εἶναι ἀποκομμένη ἀπό τή ζωή. Ὁ Θεός γιά τούς Πατέρες ταυτίζεται μέ τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία Ἀλήθεια συνδέεται μέ τή ζωή, καί ἡ ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοεῖται, ἤ νά προσδιορίζεται μόνο μέ τήν ἀντικειμενική ἔρευνα.
Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά γίνει κτῆμα τοῦ ἀτόμου μέσω τῆς ἱκανότητας τοῦ ὑποκειμένου καί μέ βάση τόν πιετισμό ἤ τήν ἀτομική εὐσέβεια καί τό ἀτομικό δικαίωμα, προκειμένου νά καταστεῖ γνωστός στό ἄτομο ἤ τό ὑποκείμενο.
Πολλοί καθιστοῦν τόν Θεό, ἀντικείμενο γνώσης καί ἀποτέλεσμα ἀποδεικτικῶν συλλογισμῶν, καί Τόν ἀποσυνδέουν ἀπό τό περιεχόμενο καί τό νόημα γιά ζωή. Τό μόνο πού ἀκούγεται εἶναι τό ἄν ὑπάρχει Θεός καί καί τό ποῦ εἶναι, γιατί δέν ἐμ¬φανίζεται μέ τρόπους συμβατούς, οὔτε μέ τίς λειτουργίες τῆς λογικῆς καί τῶν αἰσθήσεων, ἐνῶ ὁ προβληματισμός αὐτός ὁδηγεῖ ὄχι σέ ἀναζήτηση, ἀλλά δέ ἀμφισβή¬τηση πού διακηρύσσει καί τήν ἀπόρριψή Του. Ἀκόμη καί οἱ πιστοί, ὅσοι ὁμολογοῦμε πίστη, ἔχουμε μπολιαστεῖ ἀπό πολλά τέτοια ἐρωτήματα ἀμφισβήτησης.
Ὅλη αὐτή ἡ ἀντίληψη ἐκδιπλώνεται στίς μέρες μας μέσα ἀπό ἐκδόσεις πού κυκλοφοροῦν ὡς best sellers, ἐνῶ δίπλα σέ αὐτά πολλοί ἀπό τούς γενετιστές ὑποστηρίζουν ὅτι τό θέμα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι θέμα ἐπιστήμης ἀλλά ἐπιστήμονα, καί ὅτι ὅλες οἱ παρα¬πά¬νω διακηρύξεις δέν ἀποτελοῦν ἀποδείξεις τῆς ἐρευνητικῆς διαδικασίας, ἀλλά σαφεῖς πιστοποιήσεις αὐθαίρετης κρίσης συγκεκριμένων ἐπιστημονι¬κῶν ἐγκεφάλων. Αὐτά διετυπώθησαν ἀπό τόν μεγαλύτερο ἐπι¬στή¬μονα, μέ ἐξαιρετικῆς ἀκριβείας ἐπιστημονικό λόγο, μέσα ἀπό μία περιπέτεια ἀδυσώπητου προσωπικοῦ προβληματισμοῦ καί ἀμφισβήτησης τοῦ Francis Collins στό βιβλίο του "Ἡ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ". Ἕνα μοναδικό βιβλίο πορείας πρός τήν πίστη ἀπό τόν καλύτερο ἐκπρόσωπο τῆς γενετικῆς, ὅπου ἐνῶ ἡ γενετική ἐπιστρατεύεται γιά νά καταδείξει τήν ἐπιστημονική ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ κορυφαῖος γενετιστής ἀντιστρατεύεται μέ τήν ἐπιστημονική ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖ ὅμως τή συνάντησή Του μ' Αὐτόν, ὅμως ὡς ἕνα ἀτομικό γεγονός.
Ὅλη αὐτή ἡ αὐτοπεποίθηση στή γνώση, τήν ἐπιστημονική καί τήν τεχνική, ὁδηγεῖ τελικά σέ μία κατανόηση τοῦ Θεοῦ, διαφορετική ἀπό αὐτήν πού ἡ πατερική σοφία μᾶς ὑποδεικνύει. Τόν Θεό, ἀφοῦ δέν τόν βλέπουμε δέν τόν χρειαζόμαστε οὔτε καί τόν θέλουμε. Κατανοεῖται ὡς ἀντικείμενο, ὡς res, καί ὄχι ὡς πρόσωπο, εἶναι κάποιος, ἀλλά καί τό κάτι, πού μέ κάθε τρόπο δέν πρέπει νά ἀποβληθεῖ ἀπό τή ζωή μας! Ἡ βαβελική αὐτή ἀντίληψη ἀναβιώνει στόν 21ο αἰῶνα ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ἔστω καί ἄν ὁ ἀποφατισμός τῶν Πατέρων διακηρύττει, ὅτι ὁ Θεός "οὔτε εἶναι οὔτε μή εἶναι, ἀλλά ὡς ὁ Ὤν ὑπέρ εἶναι" διευκρινίζοντας τελικά ὄχι τό τί εἶναι, ἀλλά τό πῶς εἶναι ὁ Θεός, δηλαδή ὡς γεγονός κοινωνίας.
Ἡ περιθεωριοποιημένη αὐτή θέση τῆς πατερικῆς γνωσιολο¬γίας ὁδήγησε τήν θεολογική σκέψη στήν υἱοθέτηση τῆς θεωρίας τῶν ἀποδείξεων περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀπορρίπτει ἤ ξεχνᾶ τόν περί ἀγνωσίας καί ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ πατερικόν λόγον ἐνῶ ὁδηγεῖ στήν κατασκευή ἑνός Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει κάποια ἀναφορική σχέση οὔτε μέ τήν ἴδια ζωή ἀλλἀ οὔτε μέ τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης, οὔτε καί μέ τήν προοπτική τῆς ζωῆς.
Τί συνεπάγονται ὅμως ὅλες αὐτές οἱ θεωρήσεις ; Γιατί εἶναι τόσο σημαντικές ὅλες αὐτές οἱ ἐπισημάνσεις ; Γιατί ὁ λόγος περί Θεοῦ πρέπει νά εἶναι ἁπλᾶ καί μόνο περιγραφικός, δηλαδή νά «σημαίνεται», καί ὄχι καί ὀντολογικός ;
Ἡ πρώτη ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὅταν ὁ Θεός ταυτίζεται μέ αὐτή τήν κτιστή πραγματικότητα καί δέν κατανοεῖται ὡς δημιουργός τῆς κτίσεως καί τοῦ κόσμου, τότε καί ἡ δράση Του στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἀποκαλυπτικά καί κατά συνέπεια μεταμορφωτικά γι' αὐτήν, ἀλλά θεωρεῖται πάντοτε «συμπληρωματικά», τί σημαίνει αὐτό ὅτι δέν ἔχει πρωτεύοντα καί οὐσιαστικό πάντοτε ρόλο στό γεγονός τῆς σωτηρίας ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας.
Ἡ δεύτερη ἀπάντηση εἶναι, ὅτι ἀποδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος ἕναν Θεό, ὅπως τόν περιγράψαμε παραπάνω, δημιουργεῖ μία νέα ταυτότητα γιά τόν ἴδιο τόν Θεόν, γιά τήν ὕπαρξη καί τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα κάθε τι τό ὁποῖο προέρχεται δημιουργικά ἀπό τό Θεό νά καθίσταται γιά τόν ἄνθρωπο καταχρηστικό μέσο προσωπικῶν ἰδιοτελειῶν καί ἐπιδιώξεων καί ὄχι ζήτημα, αὔξησης καί προόδου.
Ἡ πρώτη ἀπάντηση ἀφορᾶ τό γεγονός τῆς πίστεως, ὡς γεγονός κοινωνίας καί σχέσης, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ στή γνώση. Ἡ δεύτερη ἀπάντηση ἔχει νά κάνει μέ αὐτό τό ὁποῖο κατανοεῖται ὡς ἦθος ὑπαρξιακό καί ὄχι ὡς μία ἐκδήλωση ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Γιά παράδειγμα ἡ διαχείριση τῆς οἰκολογικῆς δημιουρ¬γίας εἶναι δωρεά τοῦ ἄκτιστου δημιουργοῦ Θεοῦ πρός τόν "κατ' εἰκόνα Θεοῦ" δημιουργηθέντα ἄνθρωπο, γεγονός τό ὁποῖο καθιστᾶ τόν ἴδιον τόν ἄνθρωπο ὑπεύθυνο τόσο γιά τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη ζωή, ὅσο καί γιά τόν ἴδιο τόν οἰκολογικό μας πολιτισμό. Ὅλα τά προηγούμενα ἀποδεικνύουν τελικά, ὅτι "τό διακριτικό στοιχεῖο τῆς πατερικῆς θεολο¬γίας εἶναι ὁ ὑπαρξιακός της χαρακτήρας", γιατί ἡ θεολογία καί τά δόγματα δέν εἶναι διανοητικά κατασκευάσματα, πού ἀποβλέπουν στήν ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου, ἀλλά σημεῖα πού παραπέμπουν σέ ζητήματα ζωῆς καί θανάτου, ὑπάρξεως καί ἀνυπαρξίας, καί ὡς τέτοια ἔχουν σωτηριολογικό Ἔχουν σωτηριολογικό περιεχόμε¬νο, ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἠθικῆς βελτιώσεως, ἀλλά τῆς ὀντολογικῆς κατα¬φά¬σεως καί βεβαιώσεως τοῦ παντός, ἀφοῦ ὅ,τι ὑπάρχει ἀπειλεῖται καί ἀπό τήν ἀνυπαρξία καί τό θάνατο.
Ἡ ἀναζήτηση λοιπόν τῆς Ἀλήθειας ἀποβλέπει στήν ἱκανο-ποίηση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπό μία συγκε¬κρι¬μένη στάση ζωῆς, μία ὡρισμένη σχέση μέ τό Θεό, τούς συναν-θρώπους μας καί τόν κόσμο, γεγονός τό ὁποῖο δημιουργεῖ καί πολιτισμό.
β) Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων ὅσο σχετίζεται μέ τόν πολιτισμό τῆς ἐποχῆς τους ἀποδεικνύεται ὄχι ὡς μία στατική κατάσταση ἤ μία ἰδεολογοποιημένη ἐκφορά λόγου ἤ ἕνα σύστημα θεολογικό.
Οἱ ἴδιοι οἱ Πατέρες μέσα ἀπό μία στάση ἐκλεκτικό¬τητας καί ἐπιλογῆς ὅρων, ἐκφράσεων καί περιγραφῶν, προσπάθησαν νά διατυπώσουν καί νά φανερώσουν τό ὑποκρυπτόμενο νόημα, μέ κάθε φράση καί σέ κάθε συλλαβή. Ἡ στάση αὐτή τῶν Πατέρων ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς τους δηλώνει σαφῶς τήν πρόθεσή τους νά μεταφέρουν τό περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστης στόν πολιτι¬σμό τῆς ἐποχῆς τους, ὅσους κινδύνους καί ἄν αὐτό συνεπάγετο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ πατερική θεολογία ἀποτελεῖ αὐτή καθεαυτή, πολιτισμικό γεγονός. Μέσα ἀπό τήν καινοτομία τῶν ὀνομάτων καί τῶν ὅρων καί τόν ἀποφατικό τρόπο κατανόησης καί λειτουργίας τῆς γλώσσας πρός τήν θείαν πραγματικότητα, κατάφεραν νά ἐκχριστιανίσουν καί νά δώσουν διαφορετι¬κό περιεχόμενο σέ κάθε γλωσσική ἔκφραση, ἀφοῦ "ἱερή" γλώσσα δέν ὑφί¬στα¬ται καί οἱ λέξεις εἶναι σχετικές καί ἀδύναμες νά ἐκφράσουν πλήρως τό εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Πόση σημασία ἔχει ὅμως αὐτή ἡ ἐκλεκτικότητα καί ἡ καινοτομία στόν θεολογικό πολιτισμό τῆς ἐποχῆς μας ; Πῶς τό γεγονός αὐτό τῆς λειτουργίας τῆς γλώσσας σχετίζεται μέ αὐτό τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς νεο-πατερική σύνθεση, χωρίς αὐτή ἡ σύνθεση νά ὁδηγεῖ σέ ἕνα πλουραλισμό θεολογιῶν, ὅπως συνέβη στή Δύση ἀλλά καί ἐσχάτως καί στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ;
Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται ἀπό τόν ἴδιο τόν θεολογικό προβληματισμό τῶν Πατέρων. Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ πάλη πρός τίς λέξεις ἦταν μία πραγματική "γιγαντομαχία περί τῆς οὐσίας", προσπάθεια δηλαδή γιά τή φανέρωση τῆς ἄρρητης μέν, βιουμένης ὅμως Ἀλήθειας, χωρίς ὅμως νά ὑφίσταται κάποια ταύτιση μεταξύ τῆς Ἀλήθειας καθεαυτῆς καί τῶν ὅρων ἔκφρασης τῆς Ἀλήθειας, ἀλλά οἱ θεολογικές ἐκφράσεις καί οἱ "θεολογίες" ἀφοροῦσαν ἀποκλειστικά καί μόνο τήν διατύπωση ἀναζήτησης καί περιγραφῆς τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό στή Δύση ἤ δέν κατέστη κατανοητό, ἤ ἕνεκα τῆς ἰδεο-κρα¬τίας καί τοῦ πραγματισμοῦ δέν ἔγινε ἀποδεκτό, μέ ἀποτέλεσμα ἐν ὀνόματι μιᾶς ἐκσυγχρονισμένης ἔκφρασης καί ἀποτύπωσης τῆς θεολογικῆς σκέψης νά δημιουργηθοῦν διάφορα «συστήματα θεολογικά», καί μάλιστα μέ κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Ἔτσι ἔχουμε τήν ἀνάπτυξη τῆς «θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης», τῆς «μαύρης θεολογίας», τῆς «φεμινιστι¬κῆς θεολο¬γίας», τῆς «θεολογίας τῆς ἐλπίδας» κ. ἄ. ἐνῶ μέσα ἀπό μία διαδικασία μετα¬κε¬νωτικῆς πορείας καί ἐξέλιξης ἐμφανίστηκε καί στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης θεολογικῆς σκέψης, ἡ θεολογία τῆς νεο-πατερικό-τητας, τῆς μετα-νεωτερικότητας, τῆς μετα-παλαμικῆς θεολογίας, τῆς θεολο¬γίας τῆς ἐμπει¬ρίας ἤ τῆς συνάφειας, ἐκφράσεις καί προσδιορισμοί, οἱ ὁποῖοι ὁδήγησαν σέ μία κατάσταση πολωτική, ἡ ὁποία τελικά ἀπεμάκρυνε ἀπό ἕναν γόνιμο θεολογικό διάλογο, μέ βάση τά θεολογικά κριτήρια τῶν Πατέρων.
Τά κριτήρια αὐτά, ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνα, εἶχαν προβάλλει σπουδαῖες θεολογικές προσωπικότητες, ὑποδεικνύοντας ἀφενός τήν ἀνάγκη κάθαρσης τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἀπό τίς ξένες ἐπιδράσεις, μέ τή βοήθεια τῆς μελέτης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀφετέρου τήν ἀνάγκη προσδιορισμοῦ τῶν θεολογικῶν ἐκείνων κριτηρίων μέ σκοπό τήν κατανόηση καί ἀνάπτυξη τῆς ὀρθοδοξίας, ὡς κατεξοχήν τρόπου ἔκφρασης τῆς θεολογικῆς ἀλήθειας γιατί εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ «σύνθεση», τήν ὁποία πρόβαλλαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τρόπο κατανόησης καί θεολογικῆς προσέγγισης τῶν προ¬βλη¬μάτων τῆς ἐποχῆς τους, καί ἄλλο πρᾶγμα ἡ ταύτιση τῆς θεολογίας μέ μία συγκεκριμένη «συναφειακή» ὁρολογία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται εἴτε ἀπό μία ἐπα¬ναλη¬πτι¬κή μονολιθικότητα, εἴτε ἀπό μία φιλελεύθερη νεο-πατερικό¬τητα ἐν ὀνόματι μάλιστα ἑνός ἐκσυγχρονισμοῦ.
Τό μόνο ὅμως τό ὁποῖον μέχρι σήμερα ἔχει ἐπιτευχθεῖ εἶναι νά ἐμφανίζεται ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ὅτι διέρχεται μία κρίση ταυτότητας, χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται οἱ σύγχρονοι θεολόγοι ὅτι οἱ πολιτισμικές ἐξελίξεις ἀπαιτοῦν πατερικές τομές καί θεολογικές συνθέσεις καί ὄχι ὁμολογιακές πολώσεις, ἀναζητοῦν τόν διάλογο καί ὄχι τήν ἀπομόνωση, ἀγωνίζονται γιά προτάσεις ζωῆς καί ὄχι γιά συστήματα ἰδεῶν.
Κατά τή γνώμη τοῦ ὁμιλοῦντος, ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήμα-τος εἶναι ἀποκλειστικά καί μόνο ἡ ἐπανάληψη ἑνός νέου ἀγώνα κατανόησης καί ἀνάδειξης τῶν στοιχείων καί τῶν κριτηρίων ἐκείνων, τῆς θεολογικῆς σκέψης τῶν Πατέρων, μέσα ἀπό τά ὁποῖα θά ἀναδειχθεῖ ἡ ὑπαρξιακή σημασία καί ἡ ἐπικαιρότητα τῆς σκέψης τους, σέ θέματα πού παραπέμπουν σέ ζητήματα ζωῆς, θανάτου, ὑπάρξεως καί ἀνυπαρξίας. Γιά τέτοιου εἴδους θέματα δόθηκε ἡ πνευματική μάχη μεταξύ τῆς πατερικῆς θεολογίας καί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί ἐκφράζει, ὁδηγεῖ ἐσφαλμένα στή διάσταση μεταξύ τοῦ "αἱρετίζειν" καί τοῦ "ὀρθοτομεῖν", χωρίς νά ἀποδίδει ὅμως τήν Ἀλήθεια καθεαυτήν, οὔτε καί νά προσδιορίζει τήν αὐθεντικότητα τῆς πατερικῆς σκέψης καί θεολογίας, ἔστω καί ἄν στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα εἶχαν διατυπωθεῖ πολλές ἀπόψεις γιά τήν ταυτότητα τοῦ θεολογικοῦ λόγου. Τό ζητούμενο ὅμως σήμερα δέν ἡ ταυτότητα τοῦ θεολογικοῦ λόγου. Στό ξεκίνημα δυστυχῶς τοῦ 21ου αἰῶνα, ὅλα αὐτά παραθεωρήθηκαν μέ ἀποτέλεσμα παράλληλα πρός τήν ἀντίληψη γιά τόν ἐκσυγχρονισμό τοῦ πατερικοῦ λόγου καί τήν ἀνάπτυξη μιᾶς διαλεκτικῆς μέ τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί τήν ἀνάπτυξη τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, νά ἀναπτυχθεῖ, σέ παγκόσμια πλέον κλίμακα, μία ἀναζωπύρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ λόγου τῶν πατέρων καί τῆς θεολογικῆς σκέψης κυρίως γιά τό Θεό, μία ἀναζωπύρωση ὅμως ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό μία μεγάλη ρευστότητα. Ἔτσι, συχνᾶ προσφέρονται διάφορες θεωρίες ποικίλης προέλευσης καί ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες κάθε φορά ὁδηγοῦν σέ μία ἀπροσδιοριστία ἤ καί πολλές φορές συγκεχυμένη ταυτότητα τοῦ πατερικοῦ λόγου καί τοῦ πνεύματος, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς ἀφετηρία τή σύγχυση μεταξύ τοῦ γράμματος τοῦ πατερικοῦ λόγου καί τοῦ πνεύματος τῆς πατερικῆς σκέψης. Ξεκινοῦν ἀπό μία ἀπολυτοποίηση τοῦ λόγου, ὡς γλώσσας, ἔννοιας καί τύπου, ἡ ὁποία ὅμως «ἀποκτείνει», καί ἀπομακρύνονται ἤ καί πολλές φορές ἀδιαφοροῦν ἤ ἀπορρίπτουν τό βάθος τῆς πατερικῆς σκέψης, τοῦ πνεύματος δηλαδή τῶν Πατέρων, τό ὁποῖον καί τελικά ἐλευθερώνει. Κάτω ἀπό αὐτή τή ρευστότητα τοῦ σύγχρονου θεολογικοῦ λόγου ἡ διαλεκτική τῆς θεολογίας μέ τόν χῶρο τῶν ἐπιστημῶν ἐγκλωβίζεται εἴτε σέ προτάσεις πολεμικές, εἴτε σέ ἀντιλήψεις δεισιδαίμονων προσεγγίσεων, εἴτε σέ λύσεις νομοθετικές ἤ ἠθικές, ὄχι ὅμως ὑπαρξιακές. Δύσκολα ὑπάρχει κάποιος σήμερα πού νά μήν αἰσθάνεται τρομαγμένος, γιά παράδειγμα ἀπό τά νέα πού ἀφο¬ροῦν τίς προόδους στή βιολογία καί στή γενετική. Οἱ ἐπιστήμονες κατάφε¬ραν νά χαρτογραφήσουν τά περισσότερα ἀπό τά χρωματοσώματά μας, κάνοντας ἔτσι δυνατό τό χειρισμό τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Φυσικά δέν μποροῦμε νά παρατηροῦμε ὅσα γίνονται μέ ἀδιαφορία. Εἶναι ἕνα θέμα πού ἀπαιτεῖ θεολογικό προβληματισμό. Εἶναι δέ τόσο καινούργιο, ὥστε ἕνας τέτοιος θεολογικός στοχασμός ἀναγκαστικά θά εἶναι ἕνα ἐντελῶς περίπλοκο ζήτημα. Ἐπιτρέψ¬τε μου ὅμως νά πῶ, πώς εἶναι μᾶλλον ἀφελές νά ὑποθέτουμε πώς γιά παράδειγμα τό πρό¬βλη¬μα τῆς βιοηθικῆς μπορεῖ ἁπλῶς νά εἶναι θέμα ἐθνικῆς νομοθεσίας ἤ ἠθικῆς ἀξιολόγησης. Θά πρέπει νά διαμορφωθεῖ ἡ παγκόσμια κοινή γνώμη, ἔναντι τῶν συγκεκριμένων βιοτεχνολογικῶν ἐξελίξεων, καί ἡ θεολογία νά ἀποτελέσει ἕναν ἀπό τούς κύριους παράγοντες στή διαμόρφωση καί πληροφόρηση αὐτή. Κανένας θεολογικός διάλογος δέν θά εἶναι ἀποτελεσματι¬κός πλέον ἐάν δέν ἀσχολεῖται μέ τέτοιου εἴδους θέματα.
Καί ἐνῶ γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ διαλεκτική μέ τά πολιτιστικά γεγονότα τῆς ἐποχῆς τους λειτουργοῦσε καθαρά, μεταμορφωτικά καί νοηματοδοτοῦσαν τά ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ, μέ τό πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ, προβάλλοντας σ' αὐτή τήν διαλεκτική ὡς κριτήρια τά ἀνθρωπολογικά ἐκεῖνα στοιχεῖα μέσα ἀπό τά ὁποῖα ὁριοθετοῦσαν τήν συνείδηση, ὁ σύγχρονος διάλογος ἐπιστήμης καί θεολογίας κινεῖται σέ μία ἰδεολογική ἀντιπαράθεση, χωρίς ἀνάλογους ὅρους, ἀρχές ἤ προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες θά προσεγγίζουν τά θέματα τῆς ἐπιστήμης, στήν ἀνθρωπολογική τους δηλαδή τήν ὕπαρξιακή τους διάσταση. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅμως, μᾶς δίνουν αὐτά τά ἀνθρωπολογικά κριτήρια, μέσα ἀπό τή θεολογική τους ἀνάλυση καί περιγραφή, καί κυρίως στήν προσπάθειά τους νά ἀπαντήσουν στό ἐπίκαιρο πάντοτε ἐρώτημα "τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος".
α) Ἡ προβολή τοῦ ἀνθρώπου ὡς "εἰκόνος τοῦ Θεοῦ" ἀφοροῦσε τόν τονισμό καί τήν λειτουργία τῆς ἔννοιας τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ αὐτεξουσίου, ὡς κριτηρίου ἀνθρωπολογικοῦ, ἐνῶ αὐτή ἡ ἐλευθερία δέν σήμαινε αὐτονόμηση ἤ διαφοροποίηση ἀλλά ἀντίθετα ἐξύψωση καί διάκριση.
β) Ἐκτός ἀπό τήν ἐλευθερία, τό "αὐτεξούσιον", οἱ Πατέρες ἀνεγνώριζαν στόν ἄνθρωπο, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καί τήν ἀθανασία, ὄχι ὡς μία ὀντολογική ἀναγκαιότητα, ἀφοῦ τίποτε δέν εἶναι δέσμιο τῆς ἀρχῆς καί τῶν νόμων, ἀλλά ὡς μία κατάκτηση καί δωρεά.
Ἡ ἀθανασία γιά τήν ὁποίαν ὁμιλοῦν οἱ Πατέρες συνδέθηκε μέ ἕνα ἄλλο γεγονός, τήν ἐλευθερία, ὡς κίνηση ἀπελευθέρωσης τῆς ὕπαρξης ἀπό τήν ἀνάγκη μιᾶς αὐτονομημένης ζωῆς καί τῆς καταξίωσής της σέ ἕνα γεγονός σχέσης καί κοινωνίας, μέ τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Αὐτή ἡ ἀνάσταση, συνδέεται μέ τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ, καί ὁδηγεῖ στή θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς πλήρους καί ἀκεραίας ψυχοσωμα¬τικῆς ὀντότητας, χωρίς δυαλισμούς ἤ διαρχίες, ἀφορᾶ δέ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο.
Ὅλη αὐτή ἡ προσπάθεια τῶν Πατέρων γιά νά ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα "τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος" ὁριοθετεῖ τόν ὁποιοδήποτε διάλογο ἐπιστήμης καί θεολογίας, ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά κινεῖται στό χῶρο τῆς ὀντο¬λογίας καί ὄχι τῆς ἠθικῆς, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ καμμία ἠθική ταύτιση ὅταν ὑπάρχει ὀντολογική ἀπόκλιση, τόσο ὡς πρός τίς ἀφετηριακές ἀρχές καί ὡς πρός τίς ἀνθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Ὅταν ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, γιά παράδειγμα, ἀμφισβητεῖ ἤ καταργεῖ τό σῶμα, ὡς στοιχεῖο μιᾶς ὁλιστικῆς θεώρησης τοῦ ἀνθρώπου, ἐπ' ὠφελείᾳ τοῦ πνεύματος ἤ τοῦ συναισθήματος, κάτι τό ὁποῖο ἐπιδιώκεται μέ τούς computers ἤ τήν ἀνάπτυξη τοῦ internet, τότε ὁ θεολογικός λόγος δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει μέ ἀδιαφορία ἤ οὐδετερότητα τά ἐπιτεύγματα αὐτά τῆς τεχνολογίας, ἀλλά καί δέν μπορεῖ νά ἀπαντήσει μέ ὅρους μή κατανοητούς, Μία ὁλιστική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν πατερική ἔννοια τοῦ "προσώπου", ὡς μία μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ὀντότητα, ἡ ὁποία βρίσκεται σέ μία συνεχῆ διαλεκτική σχέση μέ τή φύση καί ὄχι σέ σχέση ἐξάρτησης ἀπό αὐτήν ἴσως ἀποτελεῖ τή βάση ἑνός διαλόγου. Αὐτό ἀπετέλεσε καί τήν μεγαλύτερη συμβολή τῆς σκέψης τῶν Πατέρων πού τιμοῦμε σήμερον καί τό κρίσιμο ἀξιολογικό στοιχεῖο τῆς σκέψης τους.
Γι' αὐτό λοιπόν δέν ὑπάρχει κανένας λόγος νά φοβόμαστε τήν ἐπιστήμη. Τά προβλήματα τά ὁποῖα φαινομενικά ὑπάρχουν, ὀφείλονται ἀποκλειστικά καί μόνο στή λανθασμένη ἀντίληψη μιᾶς ἰδεολογικῆς θεώρησης τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ἐπικίνδυνα, ἀθεολόγητα καί μεμονωμένα ἑρμηνεύει τό μυστήριο τοῦ κόσμου, τῆς ζωῆς καί τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναζητεῖ ἐρείσματα στά ἑκάστοτε ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα. Ἡ σύγχρονη ὅμως ἐπιστήμη δέν ἀπειλεῖ τήν πίστη μας. Ἀντίθετα, τήν ἐπιβεβαιώνει, ὅταν ἡ πρώτη ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο ὄχι ἐπιμερισμένα ἀλλά ὁλιστικά καί ἡ δεύτερη θέτει κριτήρια ὀντολογικά καί ὄχι ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Θά μποροῦσε σήμερα νά γραφεῖ μιά θαυμάσια Ἑξαήμερος, ἀξιοποιῶντας τά ἐκπληκτικά πορίσματα τῶν συγχρόνων φυσι-κῶν καί βιολογικῶν ἐπιστημῶν, ὄχι στή βάση μιᾶς κατά γράμμα συμφωνίας τῆς ἐπιστήμης μέ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, πού δῆθεν «ἀποδεικνύει» τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν βάση μιᾶς συμβατότητος τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς κοσμολογίας καί ἀνθρωπολογίας μέ τήν οἰκολογική θεολογία τῶν Πατέρων καί τόν ἀποφατικό της χαρακτῆρα.
Ἀνάλογη ἀντιμετώπιση θά πρέπει νά τύχουν καί τά τεχνολογικά ἐπιτεύγματα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐδῶ τά πράγματα εἶναι πιό δύσκολα, γιατί ὑπάρχουν ἐφαρμογές κυρίως στόν χῶρο τῶν βιολογικῶν ἐπιστημῶν πού κυριολεκτικά σκοτώνουν τό πρόσωπο. Δέν μποροῦμε αὐθαίρετα νά σχολιάζουμε σύγχρονα ἐρευνητικά ἐπιτεύγματα τῆς φυσικῆς, τῆς ἰατρικῆς καί τῆς γενετικῆς χωρίς νά κατανοοῦμε τή φύση τους, οὔτε νά μιλοῦμε γιά τά προβλήματα πού δημιουργοῦνται ἀπό τήν ἀλόγιστη χρήση τῶν σελίδων κοινωνικῆς δικτύωσης (ἐννοῶ τό facebook ἤ τό twitter) χωρίς νά ἔχουμε τήν ἀπαιτούμενη κατάρτιση, ἀλλά ἀπαιτεῖται νά ἀναγάγουμε αὐτό στό ἐπίπεδο τῆς διαλεκτικῆς μέ κριτήριο τήν θεολογίαν περί τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογικῆς ὀντολογίας.
3. Τί ἀπέγινε ὅμως ὅλος αὐτός ὁ θεολογικός προβληματισμός, σέ σχέση πρός τή διαλεκτική θεολογίας καί ἐπιστήμης; Καί ποιά εἶναι ἡ σημασία της γιά τό μέλλον αὐτῆς τῆς σχέσης; Μέ τά ἐρωτήματα αὐτά θά ὁλοκληρώσω τόν λόγο μου καί τόν προβληματισμό μου.
Ἡ διαλεκτική αὐτή καί ὁ θεολογικός προβληματισμός τῶν Πατέρων δοκιμάστηκε κατά τή διαδρομή του. Ἡ πρώτη μεγάλη δοκιμασία ἦλθε ἀπό τή Δύση, ὅπου ἡ «συναλληλία» τῆς θεολογικῆς σκέψης μέ τό φραγκικό κράτος, ἐπέβαλε τή νοοτροπία, τόν ἠθικισμό καί τήν ἰδεολογία ἐνῶ ὑποχρέωσε μέ τόν τρόπο αὐτό νά χαθεῖ ἡ ὀντολογική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ζωῆς, ὡς γεγονός σχέσης καί κοινωνίας. Αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης νά ἀναπτυχθοῦν μονομερῶς στοιχεῖα πολιτιστικά τέτοια, τά ὁποῖα ὁδήγησαν στήν πόλωση ἤ τήν ἀντίρρηση μεταξύ τῆς θεολογίας καί τῆς ἐπιστήμης.
Τό δεύτερο στάδιο εἶναι, κυρίως κατά τούς χρόνους τῆς δυτικῆς ἀναγέννησης, ὅπου πλέον μέ βάση τήν ἰδεολογικοκρατία, τόν ἐπιστημονισμό, τόν universalismus καί τήν πραγματοκρατία, ἡ διαλεκτική ἐπιστήμης καί θεολογίας ὁδηγεῖται σέ μία βαθύτερη κρίση, ἡ ὁποία συνεπάγεται εἴτε τήν ἀντιπαλότητα θεολογίας καί ἐπιστήμης, ὅπου ἡ θεολογία ὡς ἀντιμαχόμενη τήν ἐπιστήμη, τήν ὁδηγεῖ στήν πυρά τῆς ἱερᾶς ἐξέτασης, εἴτε τήν ἀντίδραση τῆς ἐπιστήμης στήν θεολογία, ὠθῶντας τή θεολογία στό περιθώριο τοῦ πολιτισμοῦ, στούς τέσσερεις τοίχους τῶν ναῶν καί στήν ἀτομική εὐσέβεια, θρησκευτικότητα καί θρησκοληψία.
Ἡ συγκρουσιακή αὐτή σχέση θεολογίας καί ἐπιστήμης ἐνίσχυσε τό κίνημα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἀπό τόν ὁποῖον ἡ ἠθική καί τό δίκαιον ἀντλοῦν πλέον τήν δικαίωσή τους, ἐνῶ ἡ θεολογία δέν εἶναι πλέον ἀναγ¬καία καί κατανοεῖται ὡς μία ψυχολογικοῦ ἤ συναισθηματικοῦ τύπου ἔκφρα¬σης ὑποκειμενικῶν δεδομένων.
Ἡ ἀντίθεση αὐτή μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης μεταφέρεται καί στόν τόπο μας, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μιά χωρίς προηγούμενο εἰσβολή τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ εὐσεβισμοῦ καί μιά "βαβυλώνια αἰχμαλωσία" τῆς θεολογίας της. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραδίδεται σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου στή διείσδυση τοῦ δυτικοῦ εὐσεβισμοῦ, καί μόλις πρόσφατα ἀρχίζει νά διερωτᾶται γιά τό τί δέον γενέσθαι μέ τή θεολογία της, ἐνῶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ πατερικοῦ λόγου, ὡς ἐπιστημονικοῦ λόγου, καταβάλλεται προσπάθεια νά κατανοηθεῖ μόνο στή βάση τοῦ ἐρωτήματος, "εἶναι ἡ θεολογία ἐπιστήμη;", χωρίς νά προβλέπει σέ μία ἐπικαιροποίηση τοῦ θεολογικοῦ της προβληματισμοῦ σέ σχέση πρός τήν ἐπιστημολογία.
Ὡς ἀντίδραση στήν κατάσταση αὐτή ἀναβιώνει ἕνας "ἔρως Ὀρθοδοξίας", ὁ ὁποῖος φέρνει συνήθως δύο χαρακτηριστικά, τόν ἀντιδυτικισμό καί τήν ἀντιπολιτισμική ἐσωστρέφεια, μέ τή μορφή τῆς πιστῆς ἀντιγραφῆς τοῦ παρελθόντος. Ἡ πόλωση εἶναι πλέον ἀναπόφευκτη. Οἱ "προοδευτικοί" ἀντιδροῦν καί ὑπερασπίζονται τή Δύση, ἐνῶ οἱ "ὀρθόδοξοι" – πού παίρ¬νουν καί τό χαρακτηρισμό τῶν "νεο-ὀρθοδόξων"- στηλιτεύουν ἀνελέητα κάθε τι τό "δυτικό". Τί ἀπέγινεν ἄρα γε ἡ "καλή ἀλλοίωση" πού ἐπέφεραν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι; Ὁ λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξέλιπε, παρά τίς δοκιμασίες πού ὑπέστη στήν ἱστορία. Πρέπει ὅμως νά ἔλθει καί πάλι στήν ἐπιφάνεια καί νά συμβάλλει στό ἱστορικό παρόν καί στήν πολιτιστική ἀνάπτυξη καί πρόοδο, ὅπως αὐτή διαμορφώνεται στό κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
Κύριε ἐκπρόσωπε τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καί
Θρησκευμάτων,
Κύριε Πρύτανη,
ἐκλεκτή ὁμήγυρις,
Ἡ μεγαλύτερη τιμή, πού θά μπορούσαμε οἱ σύγχρονοι θεολόγοι καί ποιμένες νά ἀποδώσουμε στούς τρεῖς Μεγάλους Οἰκουμενικούς Διδασκάλους, πού ἑορτάζουμε σήμερα, δέν θά ἦταν τόσο ἡ ἔξαρση τῆς συμβολῆς τους στήν παιδεία καί στόν πολιτισμό τοῦ παρελθόντος. Θά ἅρμοζε περισσότερο στούς μεγάλους αὐτούς πνευματικούς ταγούς ἡ συνειδητοποίηση ἀπό μέρους μας καί ἡ προβολή τῆς σημασίας τους γιά τόν κόσμο, στόν ὁποῖο ζοῦμε, καί γιά ἐκεῖνον πού κρούει ἤδη τήν θύρα μας. Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι πρέπει νά ξαναγίνουν πάλι Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι, γιατί τέτοιους διδασκάλους χρειάζεται σήμερα ὁ πολιτισμός μας.
Κατά τήν ἐποχή τους οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ἀρνήθηκαν τή φυγή ἀπό τό πολιτισμικό τους περιβάλλον, συνέβαλαν στά ὑπαρξιακά του προβλήματα καί μεταμόρφωσαν τόν πολιτισμό αὐτό ἐκ τῶν ἔσω.
Καί ἐμεῖς; Τί θά κάνουμε μέ τόν πολιτισμό, πού μᾶς κληροδότησαν; θά τόν ἀπαρνηθοῦμε; Ἐπειδή ὅμως καμμιά ἐπάνοδος στό παρελθόν δέν δικαιώθηκε ποτέ ἱστορικά καί δέν ἐπέζησε, θά χρησιμοποιήσω τά λόγια τοῦ ἀειμνήστου π. Γεωργίου Florovsky, τοῦ Ὀρθοδόξου αὐτοῦ θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, πού τόλμησε νά πεῖ ὅτι ἡ ὀρθοδοξία πρέπει νά ἐπιστρέψει στούς Πατέρες. Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τί προσθέτει. « Ἐπιστροφή στούς Πατέρες δέν σημαίνει ἀντιγραφή τῶν Πατέρων. Πρέπει νά εἶναι μιά δημιουργική ἐπιστροφή. Ἕνα στοιχεῖο αὐτοκριτικῆς πρέπει νά ἐμπεριέχεται σ' αὐτήν ... Ἡ ὀρθοδοξία δέν εἶναι μόνο παράδοση, εἶναι καί χρέος... Ἡ ἀληθινή ἱστορική σύνθεση συνίσταται ὄχι ἁπλῶς σέ μία ἑρμηνεία τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ἐπίσης στή διαμόρφωση τοῦ μέλλοντος μέ μιά δημιουργική πράξη». Στή διαμόρφωση αὐτή τοῦ μέλλοντος καλοῦν τήν γενεά μας οἱ τιμώμενοι σήμερα ἐκκλησιαστικοί ποιμένες καί διδάσκαλοι. Ἡ ταυτότητα τοῦ θεολογικοῦ λόγου μας πρέπει νά ὑπερβεῖ τή διχοτόμηση καί τήν ἀπομόνωση, ἄν θέλει νά συμβάλλει δημιουργικά στόν πολιτισμό τῆς ἐποχῆς μας. Πρέπει ἐπίσης νά ξαναβρεῖ τήν οἰκουμενικότητά της, πού τῆς προσέδωσαν οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες. Πρέπει νά καταλάβει ὅτι ἡ θέση της δέν εἶναι στόν ἀντίποδα κανενός, ἀλλά μέσα στήν καρδιά τοῦ πολιτισμοῦ, ἔτσι ὥστε ἡ ταυτότητα τοῦ θεολογικοῦ λόγου νά ἀντλεῖται ὄχι ἀπό στεῖρες ἀντιθέσεις καί ἀντιπαραθέσεις ἀλλά ἀπό δημιουργικές τοποθετήσεις. Ὁ θεολογικός λόγος πρέπει νά ξαναβρεῖ τό σφρίγος τῆς δημιουργικῆς του παρουσίας στόν κόσμο πού ἔρχεται, καί αὐτό μπορεῖ νά τό ἐπιτύχει μόνο ἄν μεταφέρει στόν κόσμο αὐτόν τά στοιχεῖα πού τοῦ προσέδωσαν οἱ ἕλληνες Πατέρες καί πού προσπαθήσαμε νά σκιαγραφήσουμε στήν ὁμιλία μας αὐτή, στοιχεῖα δηλαδή ὕψιστης ὑπαρξιακῆς σημασίας.
Ὁ κόσμος πού ἔρχεται θά διψάσει πολύ γιά ἐλευθερία καί ἀγάπη, γιά σεβασμό τοῦ προσώπου, γιά ἕνα Θεό πού εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο καί τήν ἱστορία γιά μιά ἱερότητα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, πού ἀνελέητα καταστρέφεται, γιά ὅλα ὅσα οἱ Πατέρες χάρισαν τήν "καλήν ἀλλοίωσιν". Ἐκκλησία καί παιδεία, θεολογία καί ἐπιστήμη ἄς ἀναλάβουν τίς εὐθῦνες τους. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογική σκέψη πρέπει νά ἀνοίξει τούς ὁρίζοντές της στά ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί πάλι, ὅπως τούς ἄνοιξαν κάποτε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐποχή τους, γιατί ὀρθοδοξία δέν σημαίνει ἀγαθά πρός συντήρηση ἤ ἐγκαύχηση. Εἶναι χρέος δημιουργίας. Ἡ θεολογική καί ἐκκλησιαστική παιδεία ἄς ἀναζητήσει καί πάλι τίς ἀρχές πού οἱ τρεῖς Μεγάλοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς ὑπέδειξαν. Νά ἀπαντᾶ δηλαδή στά πολιτιστικά προβλήματα καί τά ὑπαρξιακά ζητήματα τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας, ὄχι μόνο μέ τόν ἱστορισμό, τήν ἠθική ἤ τήν ἀπολογητική ἀλλά κυρίως μέ τά δόγματα καί τόν ἐξωστρεφή διάλογο μέ τίς ἄλλες ἐπιστῆμες. Νά προσπαθήσει νά διακριβώσει καί νά ἀναδείξει τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τῆς πατερικῆς σκέψης, προκειμένου νά ἑρμηνεύσει τό γεγονός τῆς πίστεως ὑπαρξιακά. Νά καταρτίσει προγράμματα ἀναλυτικά πού θά ἐξυπηρετοῦν τίς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κοινωνίας τοῦ σήμερα καί μάλιστα ὑπό τήν προοπτική τοῦ μέλλοντος, τότε εἶναι καί ἐπιστήμη θεολογική.
Ἡ Ἐκκλησία ἄς κατανοήσει ὅτι ὁ εὐαγγελικός λόγος, ὡς στοιχεῖο τῆς συνάξεως ἐπί τό αὐτό, πρέπει νά γίνει ἡ βάση καί ὄχι μέρος ἑνός πολιτισμοῦ. Ἡ δύναμή της δέν βρίσκεται σέ καμία κοσμική δύναμη ἤ στήν παροχή κοινωνικῆς πρόνοιας καί φιλανθρωπίας μόνον. Βρίσκεται στήν παράδοσή της, δογματικά καί λειτουργικά, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι αὐτή ἡ παράδοση θά ἑρμηνευτεῖ μέ τρόπο πού θά τήν κάνει σχετική πρός τίς ὑπαρξιακές ἀνάγκες τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Δέν ἀρκεῖ πλέον νά συντηροῦμε τήν παράδοσή μας. Πρέπει νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ὑπό τό φῶς τῶν σημερινῶν καί αὐριανῶν ὑπαρξιακῶν ἐνδιαφε¬ρόντων καί ἀπαιτήσεων.
Ἡ θεολογία εἶναι καί θά γίνεται ὅλο καί περισσότερο ἡ sine qua non συνθήκη γιά τήν πολιτιστική ἐπιβίωση τῆς Ἐκκλησίας στή νέα χιλιετία. Ἡ θεολογία εἶναι ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δέν πρέπει νά ἀποφεύγει τή διαλεκτική μέ τήν ἐπιστήμη καί τόν πολιτισμό. Εἶναι ὁ μόνος τρόπος πού διαθέτει γιά νά ἐπιβεβαιώνει τή μοναδικότητά της, τή σημασία της, τήν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητά της. Οἱ ἕλληνες Πατέρες εἰσῆλθαν βαθειά σ' αὐτόν καί δημιούργησαν βαθεῖς δεσμούς μέ τίς ἀρχές του. Αὐτό πῆρε διάφορες μορφές.
Ὅλα αὐτά δέν ἔγιναν σέ βάρος τοῦ Εὐαγγελίου. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ πολιτιστική πρόσληψη μπορεῖ καί πρέπει νά περιλαμβάνει ὅλες τίς μορφές ἑνός δεδομένου πολιτισμοῦ, ἀρκεῖ νά διατηροῦνται οἱ βασικές πλευρές τῆς προοπτικῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ Ἐκκλησία σ' αὐτές τίς περιπτώσεις πρέπει νά γνωρίζει τί εἶναι τό σημαντικό, πού πρέπει νά διατηρηθεῖ μέ κάθε κόστος, καί τί εἶναι ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά μεταβληθεῖ. Ἡ ἐπίγνωση αὐτή δέν εἶναι κάτι εὔκολο, ὅπως δείχνει καί ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τῆς πατερικῆς περιόδου. Τοῦτο ὑπογραμμίζει τή κρίσιμη σημασία πού ἔχει ἡ θεολογία σέ κάθε μορφή πολιτιστικῆς πρόσληψης. Ἡ θεολογία πρέπει νά προσπαθήσει νά βρεῖ συγκλίσεις ὅσον ἀφορᾶ τό τί συνιστᾶ τίς οὐσιώδεις πτυχές τοῦ Εὐαγγελίου, πού θά πρέπει νά κρατηθοῦν, μολονότι θά ἐκφράζονται μέ διαφορετικές γλωσσικές ἐκφράσεις καί πολιτιστικές μορφές. Ἡ πολιτιστική πρόσληψη δίχως θεολογική συνειδητοποίηση καί εὐαισθησία μπορεῖ νά γίνει ἕνα πολύ ἐπικίνδυνο πρᾶγμα. Γι' αὐτό ἡ πολιτιστική πρόσληψη ἀπαιτεῖ διάκριση, μιά διάκριση ἡ ὁποία προϋποθέτει τή θεολογική συνειδητοποίηση. Γι' αὐτό, ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας σέ κάθε πολιτιστική πρόσληψη ἔχει πολύ μεγάλη σημασία καί συνίσταται στό νά ἐπιβλέπει καί νά ἐξασφαλίζει τόν τρόπον, μέ τόν ὁποῖον οἱ νέες πολιτιστικές μορφές ἐνσωματώνουν καί δέν καταστρέφουν τή βασική ὑπαρξιακή ἄποψη πού τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ φέρνει στόν κόσμο. Ὁ πολιτισμός εἶναι ἕνα πολύ περίπλοκο ζήτημα καί δέν μπορεῖ πάντοτε νά διακριθεῖ ἀπό τό κοσμοείδωλο πού ἐκφράζει. Ἡ θεολογία πρέπει νά προσφέρει στήν Ἐκκλησία τίς θεμελιώδεις κατευθυντήριες γραμμές πού θά τῆς δίνουν τή δυνατότητα νά κρίνει σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιές πολιτιστικές μορφές ἐνσωματώνουν τό Εὐαγγέλιο πιστά καί ποιές, στήν πραγματικότητα, ἐκφράζουν «ἕνα ἄλλο εὐαγγέλιο». Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἐφαρμόζει θεολογικά καί ὄχι ἁπλῶς ἠθικά κριτήρια, τά ὁποῖα συχνά ταυτίζονται μέ τά πολιτιστικά.
Ἡ ἐπιστήμη τέλος ἄς νοηματοδοτηθεῖ ἀπό τήν διαλεκτική της μέ τή θεολογία καί τότε ὅλα τά ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα θά «ἐκκλησιοποιη¬θοῦν», θά λάβουν δηλαδή μία συγκεκριμένη προοπτική τοῦ ρόλου καί τῆς προσφορᾶς τους μέσα στό ἴδιο τό πολιτιστικό γίγνεσθαι, ὥστε τά ἀποτελέσματά της καί τά ἐπιτεύγματά της νά συμβάλλουν οὐσιαστικά στό γεγονός τῆς ζωῆς καί τῆς ἀλήθειας. Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Σεβασμό στή διαφορετικότητα στήν ποικιλία καί στήν συνύπαρξη τῶν εἰδῶν, στό ἀνεπανάληπτο καί στή μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς ὁλοκληρωμένης ψυχοσωματικῆς ὀντότητας, στήν κτίση ὡς δημιουργία, στήν συνύπαρξη καί συμβίωση ὡς κοινωνία καί σχέση. Ἀπό τόν συσχηματισμό αὐτόν μέ τόν σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό δέν κινδυνεύει μόνο ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ λόγου τῆς θεολογίας ἀλλά καί σχοινοβατεῖ καί ἥ ἴδια ἐπιστημονική πρόοδος καί Πρακτική σέ σχέση πρός τόν προορισμό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί ζωῆς.
Γιατί μία ἐπιστήμη, ἡ ὁποία δέν ἐπιδιώκει τήν ζωή καί τήν ἀνάδειξη τῆς Ἀλήθειας, δέν μπορεῖ νά συμβάλλει στήν πρόοδο καί στήν ἀνάπτυξη, καί γι' αὐτό δέν εἶναι ἐπιστήμη, ἀφοῦ ἡ ζωή ἐπιτυγχάνεται ὅταν σχετίζεται μέ τήν ἴδια τήν Ἀλήθεια.
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή Σας καί τήν ὑπομονή Σας.»

Πηγή : best-tv