Κάστρο Κορώνης
Στο νότιο τμήμα της Κορώνης ορθώνεται το κάστρο της. Στους κλασικούς χρόνους αποτελούσε μία απλή οχύρωση, για να γίνει αργότερα Βυζαντινό φρούριο, το οποίο κατέλαβαν το 1205 οι Φράγκοι(Γάλλοι) της Δ' Σταυροφορίας. Με την συνθήκη της νήσου Σαπιέντζας(1209) παραχωρήθηκε στους Βενετούς, οι οποίοι το κατέστησαν οχυρό του λιμανιού της για την προώθηση των εμπορικών προϊόντων τους. Τον Αύγουστο του 1500 καταλαμβάνεται απο τους Τούρκους και πολλοί κάτοικοι αναχωρούν για Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά και έπειτα για την Κάτω Ιταλία. Το έτος 1532 ο αυτοκράτορας της Γερμανίας και της Ισπανίας Κάρολος ο Ε΄, επιθυμώντας να προκαλέσει στο σουλτάνο Σουλεϊμαν το Μεγαλοπρεπή αντιπερισπασμό στέλνει με το ναύαρχο Αντρέα Ντόρια δυνάμεις στην Πελοπόννησο. Η επιχείρηση του Ντόρια και των συμπολεμιστών του απέτυχε και εγκατέλειψαν τη Μεθώνη το 1534 παίρνοντας μαζί τους και 2000 πρόσφυγες Κορωναίους, που εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία. Επανέρχονται οι Βενετοί (1685 - 1715) με το Φραγκίσκο Μοροζίνη.
Το 1715 επανέρχονται οι Τούρκοι. Mέχρι το 1828, εγκαθίστανται στο Κάστρο τούρκικες οικογένειες και αρχίζει η κοινωνική και η οικονομική παρακμή η οποία συμπληρώθηκε με το βομβαρδισμό του Ορλώφ (1770). Το 1828 απελευθερώνεται και παραδίδεται στην ελληνική κυβέρνηση και στο φρούραρχο το Νικηταρά από τον Γάλλο Στρατηγό Μαιζον.
Σήμερα το Κάστρο είναι ερειπωμένο, ενώ διατηρούνται το παλαιοημερολογίτικο γυναικείο μοναστήρι του Τιμίου Ιωάννη του Προδρόμου, ο ερειπωμένος βυζαντινός ναός της Αγίας Σοφίας, η εκκλησία του Αγ. Χαραλάμπους και το «ΡΕΣΑΛΤΟ» χώρος ιστορικής μνήμης όπου εκεί έπεσαν οι Έλληνες αγωνιστές οι οποίοι προσπάθησαν το 1824 να καταλάβουν το Κάστρο. Σε κάθε γωνιά του κάστρου υπάρχει και μία «θόλος» δηλ. μπαρουταποθήκη ή μπιζιχανές, ενώ η καλύτερη «θόλος» ανατινάχτηκε από Γερμανούς το 1944 κατά την αποχώρηση του. Το σχήμα του κάστρου της Κορώνης είναι πιθανότατα τετράγωνο. Αποτελείται από δύο σειρές τειχών ενώ στο δυτικό μέρος του στέκεται με δέος η ακρόπολη. Είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως το σημείο αυτό είναι το υψηλότερο του κάστρου. Η βόρεια και η νότια πλευρά του κάστρου ατενίζουν τη θάλασσα. Στη νότια πλευρά υπάρχουν απότομα βράχια - τα βράχια του Ρεσάλτου- τα οποία καταλήγουν σε μία ακρογιαλιά. Η βόρεια, όπου είναι και η κεντρική είσοδος του κάστρου, οδηγεί στα σπίτια του οικισμού που εκτείνονται μέχρι και τη δυτική πλευρά του ενώ η ανατολική στρέφεται προς τη Λειβαδιά. Η κεντρική είσοδος είναι διαμορφωμένη σε μια μεγάλη τετράγωνη κατασκευή, όπου η κορυφή, στο κατώτερο τμήμα της, απολήγει σε ένα οξυκόρυφο τόξο. Στο ανώτερο σημείο, όπου υπήρχε το δωμάτιο της φρουράς της πύλης σχηματίζεται καμπύλο τόξο.
Κατά τη περίοδο της ακμής του κάστρου, υπήρχε πρόπυλο με παραστάτες δεξιά και αριστερά ενώ στη κορυφή, ένα ανάγλυφο που απεικόνιζε το Λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Έπειτα, μια εσωτερική αυλή, που οδηγούσε στη κεντρική είσοδο του κάστρου, έκανε τη παρουσία της. Η αυλή αυτή, με το πέρας των χρόνων, καταλήφθηκε από μικρά σπίτια. Για την κατασκευή του τείχους χρησιμοποιήθηκαν πέτρες και αρχαίο υλικό οικοδόμησης τα οποία είναι εμφανή τόσο στο μεγάλο πύργο όσο και στο τοίχο δίπλα από το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Ο μεγάλος τοίχος στη βορειοανατολική πλευρά αποτελεί το αρχαιότερο τμήμα του κάστρου ενώ το υψηλότερο σημείο είναι το βυζαντινό φρούριο εκεί που σήμερα βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι.
Συνεχίζοντας προς τα ανατολικά, απλώνεται μια χαμηλότερη έκταση η οποία οχυρώθηκε το 1209, όταν οι Βενετοί κατέλαβαν την Κορώνη. Μια δεύτερη εξωτερική αυλή δημιουργήθηκε τότε, τέσσερις φορές μεγαλύτερη σε έκταση από την προηγούμενη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πύργοι και τα τείχη του παλιού φρουρίου να ενισχυθούν. Ο εσωτερικός χώρος κατακλείστηκε από εγκαταστάσεις οι οποίες ήταν από υλικά που δεν άντεξαν στο χρόνο.
Τον 16ο αιώνα, οι Τούρκοι ενίσχυσαν την ανατολική άκρη με κατάλληλες οχυρώσεις για τα πυροβολαρχία τους. Μια θολωτή είσοδος οδηγεί στο εσωτερικό του δεύτερου οχυρωματικού περιβόλου. Το τείχος αυτό υψώνεται κάθετα ενώ στη βορειοανατολική πλευρά σχηματίζει δυο στρογγυλούς πύργους. Σήμερα, μεγάλο τμήμα αυτού έχει καταστραφεί εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης και των καιρικών συνθηκών.
Στη δυτικότερη άκρη εμφανίζεται το πιο πρόσφατο οχυρό, το οποίο αρχικά χτίστηκε το 15ο αιώνα από τους Βενετούς. Το 1685 ξαναχτίστηκε λόγω των καταστροφών που είχε υποστεί.
Μοναστήρι Προδρόμου |
Το μοναστήρι του κάστρου της Κορώνης
Το μοναστήρι του Προδρόμου βρίσκεται στα δυτικά της Αγίας του Θεού Σοφίας. Είναι γυναικείο και εντάσσεται στο παλαιό ημερολόγιο. Αποτελείται από ένα χαμηλό περίβολο όπου είναι εμφανή πολλά προσκυνητάρια. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί πως οι εγκαταστάσεις του κάστρου αξιοποιούνται και οι χρήσεις αυτών αρκετές όπως για υπόγειες δεξαμενές, κελιά, σπηλιές, κτλ.
Η πιο γνωστή σπηλιά είναι το "σκολειό" στην οποία μπορεί κάποιος να περιηγηθεί μόνο με την άδεια και την παρουσία της ηγουμένης. Ο χώρος έχει την παρουσία κατακόμβης με τη διαφορά ότι η υποβλητικότητα του είναι ιδιαίτερα εμφανή. Το χαρακτηριστικό του έγκειται στα εικονίσματα που είναι τοποθετημένα σε βράχους. Στο σημείο αυτό είναι χτισμένος ο ψηλότερος προμαχώνας του κάστρου τον οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν "μεγάλη ντάπια". Λόγω του ότι χτίστηκε πάνω στις παλιές υπόγειες αποθήκες του κάστρου, έπρεπε να μην είναι επίπεδο αλλά να υψωθεί.
Ο Άγιος Χαράλαμπος
Απέναντι από το μοναστήρι βρίσκεται το κοιμητήριο του Αγίου Χαραλάμπους, στο ναό του οποίου τιμούσαν παλαιότερα οι καθολικοί τον "Άγιο Ρωη".
Το νότιο τείχος
Το νοτιότερο τείχος, που βρίσκεται στη μεριά της θάλασσας, είναι συνδεδεμένο με πολλές λαϊκές ιστορίες γεμάτες μυστήριο και φαντασία. Εκεί κοντά βρίσκεται και ο χώρος του ολοκαυτώματος για την απελευθέρωση, το "Ρεσάλτο". Όταν ο επισκέπτης διαβεί τη δυτική πύλη θα συναντήσει το πλάτωμα του Ηρώου. Εκεί βρίσκεται η προτομή του μάρτυρα επισκόπου Γρηγορίου, μέσα στο άλσος της Ελεήστριας. Το άλσος αποτελεί ιερό χώρο καθώς εκεί βρίσκεται ο ναός της Παναγιάς Ελεήστριας καθώς νωρίτερα είχε βρεθεί η Αγία εικόνα της.
Παναγιά η Ελεήστρια |
Παναγιά η Ελεήστρια
Η Παναγιά η Ελεήστρια είναι η προστάτισσα της Κορώνης. Όλοι οι κάτοικοι την τιμούν και πληθώρα πιστών προσέρχονται στο ναό για να ασπαστούν την εικόνα της. Πολλά θαύματα έχουν πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια της Ελεήστριας, σύμφωνα με τους κατοίκους.
Η Εικόνα της Ελεήστριας βρέθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1897, ύστερα από συνεχείς εμφανίσεις της Παναγίας σε μία γυναίκα του χωριού, τη Μαρία Σταθάκη. Στο βραχώδη τόπο όπου βρέθηκε η Εικόνα, ανακαλύφθηκαν και άλλες δύο, αυτή του Εσταυρωμένου και του Ευαγγελιστή Λουκά, κάτι που προκάλεσε δέος και συγκίνηση στους κατοίκους.
Οι Εικόνες ήταν γλυπτές, σαν αγαλματίδια. Η σύνθεση και των τριών αποτελούν τη σημερινή εικόνα της Ελεήστριας. Περιέργεια έχει προκαλέσει το γεγονός ότι βρέθηκαν στα βράχια. Μία πιθανή αιτιολόγηση είναι πως κάποιος καλόγερος ή ιερωμένος, προκειμένου να τις σώσει από κάποιον ιερόσυλο, τις τύλιξε σε ένα πετραχήλι και τις έκρυψε. Όσο αφορά τη χρονολογία κατασκευής ή τους "δημιουργούς" τους παραμένει ένα μυστήριο. Σύμφωνα με τον Ολλανδό Αρχαιολόγο Πέρσσον, ανήκουν στον 5-6 αιώνα μ.Χ., ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως κατατάσσονται στην μεταβυζαντινή εποχή. Ο ναός χτίστηκε στο σημείο όπου βρέθηκαν οι εικόνες. Η ανέγερση και η αποπεράτωση του πραγματοποιήθηκαν μέσα σε τρία (3) χρόνια και τα εγκαίνια έλαβαν χώρα στις 26 Δεκεμβρίου 1900.
Την Παρασκευή μετά το Πάσχα, την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, εορτάζει ο ιερός Ναός της Παναγίας της Ελεήστριας. Την ημέρα εκείνη τελείται επίσημη θεία Λειτουργία από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας. Ακολουθεί λιτάνευση της Εικόνας στους δρόμους της Κορώνης. Επιπροσθέτως, ο ναός εορτάζει στις 25 Μαρτίου, στις 14 Σεπτεμβρίου και στις 22 Ιανουαρίου (ημέρα ευρέσεως της Εικόνας της Παναγίας).
Κάστρο Μεθώνης
Το Μπούρτζι του κάστρου της Μεθώνης |
Το κάστρο της Μεθώνης βρίσκεται στο νοτιότατο άκρο της δυτικής ακτής της Πελοποννήσου σε θέση που οχυρώνεται από τον 7 π.Χ αιώνα.
Το κάστρο της Μεθώνης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, με ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του κάστρου τοποθετείται στην περίοδο της Α΄Ενετοκρατίας (13ος-15ος αι.) Στην αρχαιότητα η Μεθώνη ήταν γνωστή με το όνομα Πήδασος.
Ο Όμηρος την αναφέρει ως μία από τις επτά πόλεις που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του και να τον πείσει να επιστέψει στη μάχη (Ιλιάδα , Ι 149-153). Ο Παυσανίας (Μεσσηνιακά ΙV , 35 , 1) και ο Στράβωνας (Γεωγραφικά 8 , 359-360) την ονομάζουν Μοθώνη και την ταυτίζουν με την ομηρική πόλη. Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του Θουκυδίδη για τα ασθενή τείχη της οχυρωμένης πόλης τον 5ο αι., η μορφή και η έκταση της οποίας παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη κερδίζει την αυτονομία της από τον αυτοκράτορα Τραϊανό και ενισχύεται με καλύτερες οχυρώσεις. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει την ύπαρξη ναού της Αθηνάς Ανεμώτιδος και ιερού της Άρτεμης, ενώ από την πόλη σώζονται νομίσματα που απεικονίζουν το λιμάνι της. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο το λιμάνι της Μεθώνης γνωρίζει μεγάλη ακμή ως εμπορικό κέντρο και σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων. Κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο μια σειρά από σφραγίδες που χρονολογούνται από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα μας δίνουν πληροφορίες για τους κρατικούς και εκκλησιαστικούς λειτουργούς της πόλης.
Οι Ενετοί πρωτοεμφανίζονται στο ιστορικό σκηνικό κατά τον 11ο αιώνα, όταν αποκτούν προνόμια σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων τους σε διάφορες πόλεις-λιμάνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των οποίων και η Μεθώνη. Με την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους το 1204 (Δ΄Σταυροφορία) και η Μεθώνη θα δοκιμάσει την κυριαρχία τους. Η φραγκοκρατία θα διαρκέσει ως το 1206, οπότε η Μεθώνη καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και με συνθήκη που υπεγράφη το 1209 εξασφαλίζεται η κυριαρχία τους στην πόλη.
Κατά την πρώτη Ενετική περίοδο η ζωή στη Μεθώνη οργανώθηκε σύμωνα με τα συμφέροντα της Βενετίας. Η πόλη οχυρώθηκε και αναπτύχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο αφού ορίζεται ως υποχρεωτικός σταθμός για όλα τα βενετικά πλοία που ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ακμάζουσα αυτή περίοδος για την Μεθώνη λήγει τον Αύγουστο του έτους 1500 όταν, μετά από αιματηρή πολιορκία, καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας θα διαρκέσει ως το 1686 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τον Μοροζίνι και επανήλθε στην κατοχή των Βενετών. Το 1715 οι Οθωμανοί γίνονται για δεύτερη φορά κάτοχοι της Μεθώνης, ο πληθυσμός της οποίας αυξήθηκε καθώς και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι.
Στην διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το κάστρο της Μεθώνης δεν κατελήφθη από τους Έλληνες επαναστάτες, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που είχαν καταβάλλει, λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Το 1825 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης ο Ιμπραήμ και εγκαταστάθηκε εντός του κάστρου, το οποίο έγινε ορμητήριο των Αιγυπτίων κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο. Οι Αιγύπτιοι θα παραδοθούν αμαχητί το 1828 στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του οποίου ηγείτο ο στρατηγός Μαιζών. Ο οικισμός τότε μεταφέρεται εκτός των τειχών, γίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο πόλης ενώ το κάστρο που για αιώνες υπήρξε το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης ερημώνεται.
Το λιμάνι και το κάστρο της Μεθώνης αποτέλεσαν για αιώνες έναν σπουδαίο γεωπολιτικό κόμβο για τους εκάστοτε κατόχους της, οικονομικό για τις εμπορικές συναλλαγές και συγκοινωνιακό για τους περιηγητές στη Μεσόγειο και τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους.
Πηγή : messiniaka