Το αφιέρωμά μας για τη φετινή γιορτή της Αγίας Παρασκευής είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΖΩΗ’’ του αείμνηστου Γιώργου Π. Παναγιωτόπουλου που μας ταξιδεύει, στα πανηγύρια του χωριού μας, πενήντα και πλέον χρόνια πριν.
Μικρές, ταυτόχρονα όμως, και πολύ μεγάλες διαφορές μπορούμε να βρούμε ανάμεσα στα παλιά πανηγύρια και στα σύγχρονα. Άλλαξαν θα μου πείτε οι εποχές.. Προς το καλύτερο;
Αυτό θα το κρίνετε μόνοι σας, εμείς από τη μεριά μας θέλουμε να σας ευχηθούμε με την ευχή όπως την έλεγαν και οι παλαιοί:
Χρόνια Πολλά στα πανηγύρια μας!!!
Καλή ανάγνωση.
Το πανηγύρι στον Πύργο γίνεται κατά την ημέρα της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου), όπου εορτάζει το φερώνυμο ξωκλήσι στις παρυφές του χωριού.
Αρκετές ημέρες πριν από τον εορτασμό της εκκλησίας αυτής, άρχιζε έντονη κινητικότητα περί αυτήν, με τον καθαρισμό του περιβάλλοντος χώρου, τον καθαρισμό και το ασβέστωμα της εκκλησίας και γενικώς τον ευτρεπισμό ολόκληρου του λοφίσκου, πάνω στον οποίο βρίσκεται η εκκλησία.
Την παραμονή του εορτασμού, η εκκλησία στολιζόταν με δάφνινες αψίδες στην είσοδο της και πολύχρωμα λαμπιόνια και σημαιάκια, που της πρόσδιδαν χαρούμενη και πανηγυρική όψη.
Το βράδυ στην φωταγωγημένη εορτάζουσα εκκλησία, ψελνόταν ο εσπερινός, μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα, με τη συρροή του κόσμου του χωριού και των πολυπληθών επισκεπτών. Από το χωριό το εκκλησάκι φάνταζε σαν ένας τεράστιος λαμπερός πολυέλεος, που αιωρούταν στον αστροστόλιστο μαύρο βελούδο του ουρανού, σε μια φανταχτερή νυχτερινή ονειρική φαντασίωση.
Η γύρω περιοχή μύριζε μοσχολίβανο και δονούταν από τα τροπάρια, τις καταβασίες και τα απολυτίκια που έψελναν οι ψαλτάδες σε μια κατανυκτική νυκτερινή μυσταγωγία, η οποία διακόπτονταν από καιρού σε καιρό, μόνο απ το χαρμόσυνο χτύπημα της μικρής καμπάνας της εκκλησιάς.
Μετά το τέλος του εσπερινού, οι μετέχοντες σ’ αυτόν, έμπλεοι χαράς και αγαλλίασης από τη θεία μέθεξη τους, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφή στα σπίτια και στην αγορά του χωριού. Στην μικρή φωτολουσμένη εκκλησία απέμενε η αύρα των ψαλμών και η μυρωδιά του μοσχολίβανου, για να διατρανώνει πως απόψε η βραδιά είναι ιδιαίτερα χαρούμενη και εορταστική.
Στη φωταγωγημένη αγορά του χωριού(το χωριό είχε δική του μονάδα ηλεκτροδότησης), μαζευόταν όλοι οι κάτοικοι για να πάρουν το ποτό τους (καφέδες, λουκούμια, παστέλια, μαστίχα – το περίφημο <<υποβρύχιο>>, ουζάκι με το ανάλογο μεζεδάκι. Μπύρες και ουίσκι ήταν άγνωστα τότε στο χωριό) και να αγαλλιάσουν από τα δημοτικά τραγούδια που δονούσαν την ατμόσφαιρα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνταν ονομαστά μουσικά συγκροτήματα (κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι) και τραγουδιστάδες, που συνήθως ήταν κάποιος από τους οργανοπαίκτες.
Ονομαστός τραγουδιστής και λαουτιέρης ο Πυργιώτης << Κοντολιάς>> παρατσούκλι προφανώς από κάποιον προγονό του Ηλία, κοντό στο ανάστημα. Αυτός, ήταν τόσο χαρούμενος και γλεντζές τύπος, που προσφυώς είχε λεχθεί πως <<θα πέθαινε τραγουδώντας σαν τζίτζικας>>.
Τα μουσικά αυτά συγκροτήματα (τα άλλως αποκαλούμενα <<ζυγιές>>), που ήταν από διάφορες άλλες περιοχές της επαρχίας, φρόντιζαν να τα κλείνουν οι ιδιοκτήτες των καφενείων και μάλιστα κατέβαλαν προσπάθεια να κλίσει καθένας όσο το δυνατο καλύτερο αρμονικότερο συγκρότημα, γιατί έτσι θα προσέλκυε περισσότερη πελατεία. Πιστευόταν πως η επιτυχία ενός πανηγυριού εξαρτιόταν και από το πόσες ζυγιές οργάνων είχε. Και το λεγόμενο <<ήταν ένα θαυμάσιο πανηγύρι: να φανταστείς ότι είχε τέσσερις ζυγιές όργανα>>, ενδεικτικό της αξιολόγησης της επιτυχίας του πανηγυριού από την ύπαρξη πολλών οργάνων.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι την παραμονή και ανήμερα της Αγ. Παρασκευής στα καφενεία έβγαιναν και οι γυναίκες. Σημαντική φυσικά παράβαση των ηθών και μεγαλόψυχη παραχώρηση προς αυτές!
Ανήμερα της Αγίας Παρασκευής, στο ομώνυμο εκκλησάκι, που όπως έχει λεχθεί βρισκόταν μέσα στην οργιαστική βλάστηση της εξοχής, τελούταν η θεια λειτουργία με κάθε θρησκευτική επισημότητα και με τη συρροή πλήθους κόσμου, ντόπιου και καλεσμένων.
Πρέπει να επαναληφθεί ότι κατά τον πανηγυρισμό του χωριού ο κάθε νοικοκύρης θεωρούσε μεγάλη τιμή και ένοιωθε μεγάλη ευχαρίστηση να έχει όσο το δυνατόν περισσότερους καλεσμένους. Όπως έχει αναφερθεί είναι ενδεικτική η ανταλλασσόμενη μεταξύ των κατοίκων στιχομυθία <<Κώστα πόσους μουσαφιραίους έχεις;>> <<Έχω πέντε>>. Και ο ερωτών, αν είχε περισσότερους, με υπερηφάνεια και έκδηλη ευχαρίστηση απαντούσε << Α! Εγώ φέτος έχω δέκα>> Αν όμως τύχαινε να έχει λιγότερους προσπαθούσε να απαλύνει την πίκρα του με όποια πρόχειρη δικαιολογία, όπως: <<Ξέρεις ήταν να έρθουν καμιά δεκαριά αλλά τους έτυχαν κάποιες αναποδιές και ματαίωσαν το ταξίδι τους>>.
Τούτο αναδεικνύει ότι ο κόσμος ήθελε την όποια του χαρά να την μοιράζεται με όσο το δυνατό περισσότερους συνανθρώπους του. Η ελληνική φιλοξενία, παράδοση αρχαϊκή και αναλλοίωτη, και η αγαθότητα των προθέσεων του έλληνα σε όλο τους το μεγαλείο!
Μετά την απόλυση της εκκλησίας, ακολουθούσε η συγκέντρωση του κόσμου στην αγορά, κάτω από τα βαθύσκια αιωνόβια πλατάνια, για την απόλαυση των τερψιλαρυγγίων, υπό τους ήχους, σε χαμηλούς τόνους, των μουσικών συγκροτημάτων, ως προάγγελος του απογευματινού και βραδινού ξεφαντώματος.
Εκεί κατά το μεσημέρι, ο κόσμος αποσυρόταν στα σπίτια για την μεσημβρινή ευωχία. Τα πολλά φαγητά και το άφθονο μοσχάτο κρασί, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για ένα τραγουδιστικό ξέσπασμα, που κρατούσε μέχρις αργά τις απογευματινές ώρες, για να συνεχίσει αδιάπτωτο με τη συγκέντρωση ξανά στην αγορά σύμπαντος του κόσμου (ανδρών και γυναικών και παιδιών), όπου πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν τα μουσικά συγκροτήματα, που συναγωνιζόταν μεταξύ τους πιο θα παρουσιάσει το καλύτερο μουσικό πρόγραμμα και θα εγγράψει θετικό υπόμνημα για την επόμενη χρονιά.
Εδώ στην αγορά το τραγούδι και ο χορός έφταναν στα ακρότατα όρια τους και διαρκούσαν μέχρι τις πρωινές ώρες, συνεχώς και αδιάπτωτα, υπό ολονύκτια φωτοχυσία.
Οι ξάγρυπνοι μουσικοί, μετά τον πρωινό καφέ τους, μάζευαν τα όργανα τους και έφευγαν πεζοί και ταλαιπωρημένοι και με κατακόκκινα τα μάτια από την αϋπνία, για το επόμενο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, στο μικρό, κοντά στους Γαργαλιάνους χωριό της Βάλτας.
Ήταν η εποχή που τα πανηγύρια διαδέχονταν το ένα το άλλο στο συνεχή ετήσιο κύκλο τους.
Η ετήσια και μεγαλύτερη αυτή εορταστική εκδήλωση αποτελούσε σημαντικό παράγοντα και χαρακτηριστική καλλιτεχνική και πολιτιστική εκδήλωση των κατοίκων του χωρίου και χρόνο με το χρόνο καταβαλλόταν προσπάθεια να γίνεται όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη και πιο άρτια.
Εμφανής πάντως ήταν και κάποια εγωιστική προδιάθεση, όχι μόνο των κατοίκων του χωριού αλλά και των κατοίκων όλων των άλλων χωριών που πανηγύριζαν, το πανηγύρι καθενός από αυτά να είναι το καλύτερο και το πιο ονομαστό και προς το σκοπό αυτό κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια.
Πηγή : pyrgos trifylias