Το κάστρο του Αβαρίνου
Σ’ ένα άγριο κορφοβούνι , κατάντικρυ στη Σφακτηρία, απ’ την οποία μόλις το χωρίζει μια στενή λουρίδα από άβαθα νερά, υψώνεται ένα κάστρο εφτά αιώνων. Δεσπόζει πάνω από τον όρμο του Ναυαρίνου κι απ’ την απέραντη φωτεινή θάλασσα, σα μια σιωπηλή και ακίνητη βίγλα των οριζόντων. Είναι το κάστρο του Αβαρίνου.
Χτισμένο το 1278 από τον μπάϊλο του Μορέως Νικολό ντε Σαιντ Ομέρ, στάθηκε για αιώνες ένα κάστρο που γνώρισε μια πολυτάραχη ζωή και τις πιο ενάντιες τύχες. Φράγκοι και Ναβαρροί τυχοδιώκτες, Βενετσάνοι και Τούρκοι, το διεκδικήσανε με την ίδια λύσσα. Άλλα φράγκικα κάστρα είδαν κ’ ευτυχισμένες μέρες γαλήνης. Άκουσαν τραγούδια τροβαδούρων και είδαν έρωτες που άνθισαν, μεσ’ από τα δυνατά τους αγκωνάρια, σαν αγριολούλουδα ανάμεσα σε βράχους. Το κάστρο του Αβαρίνου δεν γνώρισε παρά μόνο την αγωνία εχθρικών πανιών στο θαλάσσιον ορίζοντα και τις άγριες κραυγές του πολέμου.
Σήμερα, ερειπώνεται κάτω από το γλαυκό φωτεινόν ουρανό πέτρα με πέτρα, τόσο αδιάφορο για τα καράβια που περνάνε μακρυά, όσο αδιάφορα το βλέπουν και οι ταξιδιώτες να διαγράφει πάνω στο κορφοβούνι του τους ψηλούς ξεκοιλιασμένους πύργους του. Σπάνιοι είναι εκείνοι που κουράζονται ν’ ανέβουν να το επισκεφθούν. Οι περαστικοί ξένοι περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στη σπηλιά του Νέστορος –όπως τη λένε- που χάσκει στη βάση του βράχου του, κατά την πλευρά που κοιτάζει ένα μικροσκοπικό ζαφειρένιο κόλπο και μια έκταση γυαλιστερών βάλτων λίγο πιο πέρα. Και όμως όχι. Το κάστρο δέχθηκε εδώ και τρία χρόνια, μια επίσκεψη ασυνήθιστη και μυστηριώδη. Ένας άνθρωπος, άγνωστος στον τόπο, ζήτησε μια μέρα από τον ντόπιο που είχα πάρει για οδηγό μου να τον πάει στο έρημο και απρόσιτο κάστρο με τη βάρκα του. «Όπως εσάς, καλή ώρα …» πρόσθεσε ο οδηγός μου. Είχε μαζί του μερικά τρόφιμα και –πράγμα παράξενο- μιαν αξίνα κ’ ένα φτυάρι. Σαν ανέβηκαν στο κάστρο, φάνηκε ναι ενδιαφέρεται όχι για τη θέα που έχει κανείς από τις επάλξεις του ή για την εικόνα της καταστροφής που παρουσιάζει, αλλά για ένα ορισμένο σημείο που βρισκόταν έξι μέτρα μακρυά από την κύρια είσοδο. Μέτρησε την απόσταση αυτή, φάνηκε ευχαριστημένος κ’ ύστερα ζήτησε από τον οδηγό να τον αφήσει μόνο του και να γυρίσει με τη βάρκα του να τον πάρει μετά από τρεις μέρες.
Ο οδηγός μου είχε μείνει με την πεποίθηση ότι ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος πήγε στο κάστρο του Αβαρίνου να ψάξει για κάποιο κρυμένο θησαυρό. Μπορεί. Υπάρχει μια τάξη ανθρώπων –γιατί είναι ολόκληρη τάξη- που βλέπουν στα όνειρα τους είτε εικονίσματα που η Παναγία ή κάποιος άγιος τους τα δείχνουν, προστάζοντας τους να πάνε να τα βρουν, είτε θησαυρούς κρυμένους σε παλιά ερειπωμένα κάστρα. Είναι όμως πιθανόν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν θα βρήκε τίποτα στο κάστρο του Αβαρίνου. Όταν ο Μοροζίνι παρουσιάστηκε το 1686 μ’ ένα στόλο από διακόσια καράβια κάτω από το κάστρο, κι’ ανάγκασε την τούρκικη φρουρά του να συνθηκολογήσει, βρήκε σαράντα τρία κανόνια, άφθονα όπλα, τρόφιμα και πολεμοφόδια αλλά κανένα θησαυρό. Άλλωστε, με τις ιστορίες αυτές των εικονισμάτων και των θησαυρών, συμβαίνει ό,τι και με τις γυμνές γυναίκες που έβλεπαν οι ασκητές στην έρημο: δεν τους τις παρουσιάζουν ούτε θεοί, ούτε διάβολοι, αλλά η ίδια τους η λαχτάρα και η φαντασία.
Ό,τι μ’ έκανε εμένα ν’ ανεβώ στο κάστρο του Αβαρίνου, δεν είταν η αναζήτηση κανενός θησαυρού. Είταν μια απλή ρομαντική διάθεση και δεν άργησα να μετανοιώσω.
Γιατί δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο κοπιαστικό από αυτό το ανέβασμα. Το βουνό, όπου είναι χτισμένο το κάστρο, είναι όλο πέτρα και γεμάτο πυκνότατα χαμόδεντρα. Δεν υπάρχει κανένας δρόμος, κανένα μονοπάτι που να φέρνει στην κορφή. Υπάρχουν μόνο μερικά πατημένα σημεία, καμωμένα από τα πρόβατα και τα κατσίκια που φέρνουν για βοσκή οι τσοπάνηδες. Αλλά και αυτά δεν ακολουθούν ποτέ ίσια γραμμή. Μπερδεύονται αδιάκοπα το ‘ένα με το άλλο σαν σε λαβύρινθο, και δεν υπάρχει μίτος Αριάδνης για να σας βγάλει απ’ αυτόν. Πρέπει σε κάθε σας βήμα ν’ ανοίγετε μόνος σας δρόμο μεσ’ από τα σκληρά κλαριά των σφενταμιών και των άλλων άγριων χαμόδεντρων, ξεσκίζοντας τα ρούχα σας και κινδυνεύοντας να στραβωθείτε. Το πιο δυσάρεστο όμως σ’ αυτό το ανέβασμα είναι οι αράχνες, εκατομμύρια αράχνες, που έχουν τεντωμένα τα δίχτυα τους ανάμεσα στα κλαριά. Το εξαιρετικό μέγεθος τους τις κάνει ακόμα πιο απαίσιες. Είδα αράχνες μεγάλες ίσα μ’ ένα δάχτυλο του χεριού. Τα δίχτυα τους, πυκνά και δυνατά, έχουν πλάτος ένα μέτρο και περισσότερο, κι’ όταν κολλούν στα χέρια ή το πρόσωπο, η γλοιώδης ουσία τους σας γεμίζει παγερή αηδία. Οπλισμένοι με ξύλα, προχωρούσαμε αργά, σχίζοντας σε κάθε βήμα τ΄ αποκρουστικά αυτά δίχτυα, ενώ, την ίδια στιγμή έπρεπε να κοιτάμε που βάζαμε το πόδι μας, για να μην πέσομε στις τρύπες των βράχων τις κρυμένες από τ’ άγρια χορτάρια.
Κάναμε μιάμιση ώρα για ν’ ανεβούμε τα τριακόσια μέτρα από τη θάλασσα στο κάστρο. Ευτυχώς είχαμε διαλέξει για το ανέβασμα αυτό μια πρωϊνή ώρα, κι’ έτσι, εκτός ότι δεν υποφέραμε από τη ζέστη, είχαμε και την τύχη να μην πατήσομε καμιά όχεντρα, μ’ όλο που αφθονούν, όπως μου είπαν, στο άγριο αυτό βουνό. Σα φθάσαμε κάτω από τα τείχη του κάστρου, χρειάσθηκε να σκαρφαλώσουμε σωρούς πεσμένους ογκόλιθους, για να βρεθούμε στην πύλη του. Εκεί πάλι, οι τσοπάνηδες, που χρησιμοποιούν για μαντρί το κάστρο του Αβαρίνου είχαν προσθέσει, στο συρφετό των γκρεμισμένων τοίχων, αγκαλιές ξερόκλαδα που έφραζαν εντελώς την είσοδο. Εδέησε να τα βγάλομε για να μπορέσουμε να μπούμε.
Μέσα στο κάστρο δεν υπάρχει τίποτα. Όλος ο επέραντος χώρος, ο περιτριγυρισμένος από τα τείχη, είναι πνιγμένος από άγρια χόρτα και χαμόδεντρα, που μισοκεπάζουν τους πεσμένους τοίχους και τα σκόρπια αγκωνάρια. Ένας λαός από αράχνες κατοικεί κ’ εδώ στα χαλάσματα, και φοβόμαστε να προχωρήσομε, μήπως και δούμε καμιά όχεντρα να μπερδεύεται στα πόδια μας, γιατί ο ήλιος έχει ανέβει πια ψηλά στον ουρανό και σιγοψήνει τα χορτάρια και τα ερείπια. Ευτυχώς ότι σώζεται ολόκληρος σχεδόν ο χτιστός επαλξωτός περίγυρος των τειχών, κ’ έτσι σεριανόντας σ’ αυτόν, μπορούμε και βλέπομε ό,τι σώζεται από το κάστρο.
Αυτό όμως που προ πάντων σταματάει την προσοχή μας είναι η θέα που έχει κανείς απ’ τις επάλξεις κι απ’ τους ακρινούς πύργους του κάστρου. Είναι μια θέα εξαίσιας γαλήνης και φωτεινής απεραντωσύνης. Απ΄ την αγέρωχη αυτή πέτρινη σκοπιά, το μάτι αγκαλιάζει το απότομο νησί της Σφακτηρίας, τον κοιμισμένο όρμο του Ναυαρίνου, τα γυαλιστερά βαλτωμένα νερά ενός ιχθυοτροφείου, τα πράσινα περιβόλια του κάμπου της Πύλου, μια κυματιστή αλυσίδα λόφων και βουνών και, τέλος, την ατέρμονη γαλήνια θάλασσα που χρυσίζει στον ήλιο. Μια τεράστια μια απόλυτη σιγή βασιλεύει στην πέτρινη αυτή ερημιά. Έχει κανείς το συναίσθημα ότι βρίσκεται σαν εκτός χρόνου, σε κάτι το μυθικό και το τόσο πεθαμένο, που το παραμικρό θρόϊσμα φυλλώματος ή ερπετού ξαφνίζει και φέρνει ρίγος. Όταν μια πέτρα κατρακυλάει κάτω απ’ τα πόδια σας, η ηχώ του κρότου που κάνει προεκτείνεται ως τα τρίσβαθα της ψυχής σας. Κοιτάζω στο βάθος του άδειου όρμου, τη μικρή λευκή πολιτεία της Πύλου. Δεν απέχει παρά μισή ώρα με τη βάρκα, θαρρεί όμως κανείς πως είναι τόσο μακρυά, τόσο μακρυά, όσο η ίδια η ζωή από το κάστρο. Αισθάνεσθε τον εαυτό σας σαν λησμονημένο εκεί πάνω, λησμονημένο από τον καιρό. Σκύβοντας απ’ τις επάλξεις, βλέπω το τείχος να πέφτει κάθετα πάνω στους βράχους που ρίχνουν τον ίσκιο τους στη θάλασσα, και την ίδια τη θάλασσα τόσο χαμηλά κάτω απ’ τα πόδια μου, που νοιώθω ίλιγγο στο κοίταγμα της. Συλλογιέμαι τους μονοκόμματους σκληρούς πολεμιστές, μισθοφόρους και τυχοδιώκτες, με τα μεγάλα ακόντια και τις ατσαλόπλεχτες στολές, που πηγαινοέρχονταν πάνω σ’ αυτές τις επάλξεις κοιτάζοντας τα πανιά στη θάλασσα. Αυτή τη στιγμή μου φαίνονται πιο κοντινοί από τους σημερινούς κατοίκους της Πύλου, που είναι καθισμένοι στα τραπεζάκια των καφενείων, κάτω από τους ίσκιους των μεγάλων δέντρων της πλατείας της, και συζητούν πολιτικά. Κάτι απ’ την ψυχή τους πλανιέται ακόμα, θαρρείς, μέσα στη σιγή αυτών των τειχών και των πύργων.
Ο Ζακ ντε Λακρετέλ, στις εντυπώσεις του από την Ελλάδα, μιλάει με τέτοια περιφρόνηση για τα φράγκικα κάστρα, μη βρίσκοντας κανένα δεσμό ανάμεσα σ’ αυτά και την ελληνική γη, και ειρωνεύεται ελαφρά τον Μωρίς Μπαρρές, που θέλησε να ξεθάψει και να εξάρει τις αναμνήσεις της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Εμένα, τα άχρηστα κ’ ερειπωμένα αυτά κάστρα μου δίνουν βαθειά συγκίνηση. Ίσως ακριβώς γιατί είναι ξένα κάτω από το φωτεινόν ουρανό της πατρίδας μου. Εκτός από την ερήμωση που έχει κάνει γύρω τους ο καιρός, νοιώθω σ’ αυτά την πικρή λύπη της εξορίας. Αντί να υψώνονται πάνω στ’ απότομα βράχια με μια προκλητική ανάταση, μου φαίνονται σαν να βιγλίζουν τους ορίζοντες με την αγωνιώδη προσδοκία να ιδούν κάτι: έναν καβαλάρη με ατσαλένια πανοπλία, ή ένα κόκκινο λατινικό πανί, που να τους θυμίσουν το παρελθόν τους και την καταγωγή τους. Αλλά τίποτα! Κοράκια κρώζουν μόνο πένθιμα πάνω από τις άδειες επάλξεις, κι’ οι απαίσιες αράχνες σφραγίζουν όλο και περισσότερο με τα γλοιώδη τους πλέγματα τη σιωπή που γεμίζει τις γκρεμισμένες καμάρες τους. Οι καβαλάρηδες που περιμένουν τα έρημα κάστρα στην αιώνια εξορία τους, κείτονται θαμένοι, με το σπαθί τους στα χέρια κάτω από τους μουντούς ουρανούς των χωρών του Βορρά απ’ όπου είχαν έρθει.
Βιογραφικό:
Ο Κώστας Ουράνης (1890-1953) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία,την ποίηση, μεταφράσεις γάλλων ποιητών και την πεζογραφία στην οποία διακρίθηκε με τα ταξιδιωτικά του κείμενα.
Πηγή : pyrgos tryfilias