Απουσιάζει, παρά την εξαιρετική του ποιότητα, το επώνυμο ελληνικό
ελαιόλαδο από τα ράφια των γερμανικών σούπερ μάρκετ, αναφέρει έρευνα που
πραγματοποίησε το γερμανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Deutsche Welle.
Στην αγορά κυριαρχεί το ιταλικό ελαιόλαδο, που αναμειγνύεται με ελληνικό
ώστε να βελτιωθεί ποιοτικά. Το ιταλικό ελαιόλαδο κατέχει σχεδόν
μονοπωλιακή θέση στη γερμανική αγορά, με ένα ποσοστό που φτάνει το 70%.
Το ελληνικό λάδι αρκείται σε ποσοστό μόλις 10%. Ο ΑγροΤύπος επικοινώνησε
με τον κ. Νίκο Αθανασόπουλο, πρόεδρο του Α.Σ. Ελαιώνα Πιστοποιημένα
Αγροτικά Προϊόντα Γαργαλιάνων, που εξάγει ελαιόλαδο στη γερμανική αγορά
και τον κ. Γεώργιο Κόκκινο, πρόεδρο του Α.Σ. Νηλέα, που εξάγει ελαιόλαδο
στην αυστριακή αγορά και ενδιαφέρεται να προχωρήσει σε εξαγωγές και
προς τη Γερμανία.
Το βήμα για τα ράφια των γερμανικών σούπερ μάρκετ δεν έχει γίνει
ακόμη, αφού για κάτι τέτοιο απαιτείται ο συνεταιρισμός των Ελλήνων
παραγωγών, ώστε να μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις ότι θα τηρούνται οι
συμφωνίες ποιότητας και ποσότητας του ελαιολάδου. Κλειδί για την
εμπορική καταξίωση είναι λοιπόν η σωστή ενημέρωση των καταναλωτών.
Επιπρόσθετα χρειάζεται η δημιουργία δομών διανομής και προώθησης σε
συνδυασμό με μία στρατηγική μάρκετινγκ.
Ο κ. Νίκος Αθανασόπουλος δήλωσε τα εξής: «εμείς συνεργαζόμαστε με
γερμανική εισαγωγική εταιρεία τα τελευταία χρόνια. Εκτιμώ ότι στη χώρα
μας απουσιάζει πλήρως μια μακροχρόνια αγροτική πολιτική. Όταν δεν
υπάρχει σωστή προώθηση για να καταφέρουν τα γνωρίσουν το ελληνικό
ελαιόλαδο οι ξένοι καταναλωτές, δεν μπορεί να έχουμε υψηλές φιλοδοξίες.
Μέσα στην παγκοσμιοποιημένη αγορά πουλάμε ένα ποιοτικό προϊόν, που το
αγοράζουν οι Ιταλοί και οι Ισπανοί, το οποίο το αναμειγνύουν με τα δικά
τους λάδια και το πουλάνε με την ετικέτα της εταιρίας τους. Δεν υπάρχει
ελληνική ταυτότητα στο δικό μας προϊόν. Πολλοί καταναλώνουν τα λάδια μας
και δεν το γνωρίζουν. Θα πρέπει να καταφέρουμε το ελαιόλαδο που
παράγουμε να το δίνουμε σαν «ελληνικό». Ένα ακόμη πρόβλημα είναι ότι οι
ξένοι θέλουν ένα φτηνό προϊόν.
Για αυτό εκτιμώ ότι θα πρέπει να βρει το
κράτος τρόπο να επιδοτεί κάποιες καινοτόμες προσπάθειες ώστε να μειωθεί η
τιμή πώλησης. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ποτέ στη χώρα μας. Τα ποιοτικά
στάνταρ που υπάρχουν στη γερμανική αγορά μπορούμε πολύ εύκολα να τα
καλύψουμε. Εμείς πουλάμε στη γερμανική εταιρεία το ελαιόλαδο του
συνεταιρισμού στα 4 ευρώ το κιλό. Το πρόβλημα είναι ότι το αγοράζει χύμα
και το πουλάει με τη δική του επωνυμία στη γερμανική αγορά».
Από την πλευρά του ο κ. Γεώργιος Κόκκινος ανέφερε τα εξής: «πολλά
ευθύνονται που δεν μπορεί το ελληνικό ελαιόλαδο να «κατακτήσει» τις
αγορές της Ευρώπης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Πρώτα από όλα εμείς
δεν έχουμε τη διατροφική κουλτούρα που έχουν οι Ιταλοί. Για παράδειγμα
στην Κίνα υπάρχουν ήδη ιταλικά εστιατόρια, μέσα από τα οποία γνωρίζει ο
Κινέζος καταναλωτής τα ιταλικά προϊόντα. Οι Ιταλοί ξέρουν να χειρίζονται
πολύ καλά την ιταλική κουζίνα. Επίσης ξέρουν να συνεργάζονται μεταξύ
τους, ενώ αντιθέτως εμείς έχουμε έλλειμμα συνεργασίας. Το 2009 είχα πάει
στη Στοκχόλμη και πήγα σε ένα ελληνικό εστιατόριο, όπου οι ιδιοκτήτες
τους μου ανέφεραν ότι είχαν ελάχιστη επαφή με την Ελλάδα. Αντίθετα δεν
υπάρχει περίπτωση να μπει ελληνικό ελαιόλαδο ή κρασί στο μενού ενός
ιταλικού εστιατορίου. Η ποιότητα των ελαιολάδων μας είναι πολύ υψηλή και
σε αυτό συμφωνούν και οι Γερμανοί που αναζητούν καλό ελαιόλαδο.
Όσον αφορά το θέμα της ποσότητας, είναι και αυτό μια μεγάλη αδυναμία που
έχουμε. Ό συνεταιρισμός μας, όλα αυτά τα χρόνια που δραστηριοποιείται,
παράγει ετησίως 200 τόνους χύμα και συσκευασμένο. Φέτος δεν θα έχουμε
ούτε αυτή την ποσότητα. Οι παραγωγοί δεν μας πουλάνε το προϊόν τους
επειδή δεν μπορούμε να το πληρώσουμε μετρητοίς. Φέτος κάναμε μια εξαγωγή
στην Κίνα, οι διαπραγματεύσεις έγιναν στις 26 Ιουνίου, το εμπόρευμα
έφυγε στις 15 Οκτωβρίου, όμως εμείς ακόμη δεν έχουμε εισπράξει τα
χρήματα. Ο παραγωγός όμως θέλει τα χρήματα στο χέρι. Εδώ και χρόνια έχει
στηθεί στη χώρα μας ένα «μηχανισμός». Ο ελαιοτριβέας είναι ο
μεσάζοντας. Τον Αύγουστο πάει ο παραγωγός και θα του ζητήσει δανεικά. Ο
ελαιοτριβέας θα πάει στον Ιταλό έμπορο και θα ζητήσει χρήματα. Ο έμπορος
θα του δώσει τα χρήματα και θα «κλείσει» το προϊόν. Έτσι όταν εμείς
λέμε στον παραγωγό ότι θα κάνουμε μια εξαγωγή και θα πληρωθεί με
καθυστέρηση κάποιων ημερών, εκείνος απαντά ότι έχει ανάγκη τα χρήματα.
Αποτέλεσμα το ελαιόλαδο να έχει προπωληθεί από το καλοκαίρι.
Όλα αυτά τα προβλήματα δεν πιστεύω ότι θα λυθούν με καμιά κρατική
παρέμβαση. Αυτό που μπορεί να κάνει η πολιτεία είναι να δημιουργήσει ένα
σοβαρό χρηματοπιστωτικό μηχανισμό στον αγροτικό τομέα. Όχι να
επαναλάβουν τα λάθη που έκαναν τις δεκαετίας του 80 και 90. Χρειάζεται
να χορηγεί σε «υγιείς» συνεταιρισμούς κάποια κεφάλαια κίνησης, για να
μπορούν και αυτοί να πληρώνουν το ελαιόλαδο στους παραγωγούς μέλη τους.
Οι ιδιωτικές τράπεζες δεν νομίζω ότι θέλουν να στραφούν προς τον
αγροτικό τομέα λόγω της ανασφάλειας, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν πια
υποθήκες για εξασφάλιση των κεφαλαίων. Όμως ακόμη και όταν έδιναν δάνεια
οι τράπεζες τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλά σε σχέση με τους ανταγωνιστές
μας. Όταν οι τράπεζες έδιναν πριν 30 χρόνια στη μεταποίηση δάνεια με
επιτόκια 24%, όταν οι Ιταλοί είχαν μόλις 8%. Πως θα μπορούσε να τους
ανταγωνιστεί ο Έλληνας επιχειρηματίας;
Τέλος θα πρέπει να επισημάνω ότι αφού η Ελλάδα δεν είναι leader σε
ποσότητα, όπως η Ισπανία, αλλά διαθέτει ένα προϊόν υψηλής ποιότητας, θα
πρέπει να βρούμε με στοχευόμενη διαφήμιση τους πελάτες που θα μπορούν να
πληρώσουν ακριβά για ένα καλό ποιοτικό ελαιόλαδο. Αυτό σημαίνει σωστή
διαφήμιση και ελκυστική συσκευασία».