Κυρίες και κύριοι, απαγορεύεται να αρρωστήσετε Σαββατοκύριακο το μήνα Αύγουστο και, μάλιστα, κοντά στο Δεκαπενταύγουστο στην επαρχία, στην πιο βαθιά επαρχία (εννοώ σε χωριό). Τι, ξαμοληθήκατε στις επαρχίες της Ελληνίδος γης, τρώτε και φρούτα, σας πιάνει πόνος στην κοιλιά και περιμένετε να βρείτε γιατρό ή νοσοκομείο που να διαθέτει έστω ένα κυπελλάκι να πιείτε νεράκι; Αρχίζω από την αρχή. Είχα την ατυχία να… επιλέξω να αρρωστήσω Σαββατόβραδο, 10 του μηνός Αυγούστου. Στο χωριό μου (εγκαταλελειμμένο από το Δήμο-τέρας) γιατρός δεν υπήρχε. Στο πλησιέστερο ιατρικό κέντρο των Γαργαλιάνων εφημέρευε μία κυρία, που της τηλεφώνησα.
Με ξαπόστειλε με μια ευγενική διαταγή: -«Να πάρετε το 166 να σας πάει στην Κυπαρισσία». -«Μα τι λέτε, κυρία μου, πονάω πολύ και η Κυπαρισσία είναι μακριά». -«Να πάρετε ταξί»! Πού να βρεθεί ταξί από τα πανηγύρια. Κάποιος γείτονας προθυμοποιήθηκε να με μεταφέρει. Δεν είχε βενζίνη. Το πλησιέστερο βενζινάδικο ήταν στη Γιάλοβα. Δεν μπορούσε να πάει. Παρακαλάω, εκλιπαρώ έναν ταξιτζή από το τηλέφωνο και έναν δεύτερο, είχαν, λέει, δουλειά (ο ένας μου έκανε το φίλο, τέτοιους φίλους να ‘χει στη ζωή του ο αναθεματισμένος!). Τέλος, έρχεται το ασθενοφόρο, αρπάζω την τσάντα μου με όλα τα πράγματα μέσα και φθάνω στην Κυπαρισσία μετά από τρία τέταρτα κούνημα γερό και πόνους μεγάλους. Οι άνθρωποι εκεί, γιατρός και νοσηλευτές, ευγενείς μεν, ανίκανοι δε να προσφέρουν τίποτε. -«Νερό» φώναζα, «νεράκι, καίγομαι!» -«Δεν έχουμε», λέει, «κύπελλο»! -«Να αγοράσουμε για όνομα του Θεού», απαίτησα. -«Είναι νύχτα δεν μπορούμε, όλα είναι κλειστά». -«Θέλω να πάω στην τουαλέτα». -«Δεν έχουμε χαρτί!». -«Να βρείτε προς Θεού! Να ζητήσετε από οποιονδήποτε ασθενή». -«Δεν μπορούμε». Όλα αυτά με ευγένεια! -«Τι έχω και πονάω τόσο» ρωτάω. -«Δεν ξέρουμε!” -«Να μου κάνετε υπέρηχο». -«Δεν έχουμε υπέρηχο» Μου έκαναν καθισμένη ακτινογραφία. Φυσικά δεν έδειχνε τίποτε. -«Θα σε στείλουμε στο Νοσοκομείο Καλαμάτας». Ήθελα να κάνω εμετό, να βγάλω ό,τι είχα φάει. Αντ’ αυτού μου έκαναν ΑΝΤΙΕΜΕΤΙΚΗ ΕΝΕΣΗ κάτω από τα ουρλιαχτά μου: -«Όχι, όχι, σας παρακαλώ πρέπει να κάνω εμετό, μην τον σταματάτε». Σημασία δε μου έδωσαν οι σοφοί εγκέφαλοι. Δεν ήθελαν να βγουν από το στόμα στο τόσο πλουσιοπάροχα οργανωμένο νοσοκομείο από την Ελληνική Πολιτεία. Ντροπή! Οι πόνοι γιγαντώθηκαν μέχρι να φθάσουμε στο Νοσοκομείο της Καλαμάτας με το ασθενοφόρο, στα Επείγοντα, μετά από πολλή ώρα. Με υποδέχθηκε μια μικρή ειδικευόμενη γιατρός, η οποία με «τιμώρησε» να πονάω από τις 4.30 μέχρι τις 9.00 το πρωί της Κυριακής επί πέντε ώρες, γιατί δε δέχθηκα να μου περάσει ένα σωληνάκι από τη μύτη (ας σημειωθεί, έχω πρόβλημα με το διάφραγμα της μύτης, είναι τελείως ελαττωματικό, πνίγομαι εύκολα). Έκλαιγα, ούρλιαζα, πονούσα, φώναζα: -«Θα αυτοκτονήσω, θα πέσω από το παράθυρο. Καίγομαι».
Η ειδικευομένη κυρία αγέρωχη έλεγε ότι ήθελε να έχει εικόνα της αρρώστιας. Της αρρώστιας ή της εξαθλίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης; Σφάδαζα. Έφθασε και μία άλλη της Σύντομης Νοσηλείας. Παρακολουθούσανε το θέαμα, όπως βλέπουμε στις ταινίες τον Βέγγο να τρώει ξύλο και να βογκάει! Θέλανε εικόνα επί πέντε ώρες! Επαναλάμβανα: -«Θα πέσω από το παράθυρο», και το εννοούσα, γιατί ήμουνα ανίκανη να κουνήσω το χεράκι μου από τους πόνους του ειλεού για να τους… στραγγαλίσω! Κάποιος κυνικός είπε: -«Να πέσεις είναι ισόγειο, δεν παθαίνεις τίποτε!». -«Άστε στο διάβολο», φώναξα. Όταν με ανέβασαν στη Χειρουργική, μου φέρθηκαν καλά, αλλά ο θάλαμος έμοιαζε με λαϊκή αγορά. Λαός, κόσμος, παιδάκια, τσιγγάνοι, έμπαιναν, έβγαιναν και κανείς δεν τους το απαγόρευε. Μου έκλεψαν οι επισκέπτες της διπλανής άρρωστης όλα μου τα χρήματα και τη φωτογραφική μηχανή. Τέλος έφυγα για την Αθήνα. Ξαλαφρωμένη τώρα από χρήματα και από πόνους, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γιατρούς και τις νοσοκόμες της Χειρουργικής, ιδιαίτερα τη νοσηλεύτρια Κατερίνα, για την προθυμία και την κατανόησή τους. Το Νοσοκομείο της Κυπαρισσίας ή να είναι νοσοκομείο ή να κλείσει!
Με κάθε ειλικρίνεια, Β. Λαμπροπούλου
Πηγή : tharros news