Τα αρωματικά φυτά δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, προσαρμόζονται πολύ καλά στο μεσογειακό κλίμα, μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχά και υποβαθμισμένα εδάφη και αποφέρουν ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς
Εκτάσεις τεσσάρων-πέντε συνολικά στρεμμάτων είναι συνήθως πάρα πολύ μικρές για πραγματικά έσοδα, διαθέτοντας χύδην ξηρά αρωματικά φαρμακευτικά φυτά. Για να είναι κερδοφόρες οι πωλήσεις αυτών των υλικών θα πρέπει να επεκταθεί η παραγωγή τους.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, σημείο-κλειδί για την εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, σύμφωνα με τους γνώστες του τομέα που ειδικεύονται στις καλλιέργειες φαρμακευτικών φυτών, είναι η συνένωση δυνάμεων, με τη δημιουργία ομάδων καλλιεργητών για την από κοινού διάθεση των προϊόντων.
• Πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- φαρμακευτικών φυτών, τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές αγορές, στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων κ.α.
• Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των φαρμακευτικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης είτε σε τζίρο.
• Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.
Τα 11,5 ευρώ το κιλό φτάνει η τιμή της βιολογικής λεβάντας
Απίστευτες αποδόσεις υπόσχεται η λεβάντα, που σε αποξηραμένη μορφή όταν προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φτάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Η απόδοση σε χλωρό βάρος τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Πλήρη παραγωγή έχουμε τον τέταρτο χρόνο (400-500 κιλά ανά στρέμμα), ενώ αν γίνει συλλογή μόνο της ταξιανθίας η απόδοση σε ξηρό βάρος κυμαίνεται στα 35-45 κιλά ανά στρέμμα.
Η δε διαφορά ανάμεσα στη βιολογική και τη συμβατική καλλιέργεια λεβάντας γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι ενώ η τιμή της βιολογικής λεβάντας φτάνει τα 11,5 ευρώ, η τιμή της «συμβατικής» αποξηραμένης λεβάντας δεν υπερβαίνει τα 3,5 ευρώ το κιλό.
Η απόδοση της καλλιέργειας εξαρτάται από το μικροκλίμα, το οποίο επηρεάζεται από το υψόμετρο, την τοπογραφία, το γεωγραφικό πλάτος κ.λπ.
Κατάλληλα εδάφη θεωρούνται τα ελαφρά χαλικώδη και ασβεστούχα που αποστραγγίζονται καλά. Αριστη τιμή pH για την ανάπτυξή της είναι το 7,1. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζει η καλλιέργειά αν υπάρχει το φυτό Tussilago farfara (χαμολεύκα), διότι πιστεύεται ότι δηλητηριάζονται τα φυτά της λεβάντας.
Η λεβάντα καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια. Η συλλογή πραγματοποιείται με δρεπάνια ή κλαδευτήρια ή με ειδικές μηχανές συλλογής λεβάντας.
Η συλλογή πραγματοποιείται στο στάδιο της πλήρους άνθησης όταν προορίζονται για παραγωγή αιθέριου ελαίου.
Διπλάσιες οι τιμές στις αγορές του εξωτερικού
Η μέση παραγωγή από την καλλιέργεια χαμομηλιού ανέρχεται έως και 100 κιλά αποξηραμένο, ενώ ανάλογα με την ποικιλία του χαμομηλιού, αλλά και ανάλογα με τις συγκεντρώσεις των διάφορων βιοδραστικών συστατικών του στο αιθέριο έλαιο οι τιμές μπορούν να φτάσουν τα 750 ευρώ.
Το βιολογικό αποξηραμένο χαμομήλι πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 8 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης διπλασιάζονται, όταν βέβαια πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Το χαμομήλι είναι ετήσια πόα προερχόμενη από την Ευρώπη και ευδοκιμεί καλύτερα σε πεδινές περιοχές με εύκρατο κλίμα σε σχέση με τις ορεινές. Παρουσιάζει αντοχή σε χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Το χαμομήλι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στους ανέμους, κυρίως την περίοδο της άνθησής του, γι' αυτό θεωρείται απαραίτητη η τοποθέτηση ανεμοφράκτη ώστε να μειωθεί η ένταση του ανέμου. Τα καλύτερα εδάφη είναι τα αμμοαργιλώδη με αρκετή οργανική ουσία. Στα αμμώδη η ανάπτυξή του περιορίζεται, ενώ ακατάλληλα είναι τα βαριά εδάφη με πολλή υγρασία.
Το χαμομήλι μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ισχυρά όξινα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται στο χωράφι στα πεταχτά ή με σπαρτικές μηχανές σιταριού ή με άλλο είδος μηχανής με κατάλληλη ρύθμιση, ώστε οι γραμμές να απέχουν 40-50 cm.
Με την απόδοση στο θυμάρι να είναι σχεδόν τριπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να ξεπεράσουν τα 2.000 ευρώ. Η τιμή πώλησης για το θυμάρι ανέρχεται σε 3 ευρώ το κιλό και φτάνει τα 7-8 ευρώ όταν προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια.
Αριστη θερμοκρασία ανάπτυξης του φυτού 17-22 Κελσίου. Καλύτερη απόδοση δίνει σε ασβεστούχα με καλή αποστράγγιση, ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί σε εδάφη φτωχά-μέτριας γονιμότητας. Είναι ξηρική καλλιέργεια.